Στη ζωή μας, έχουμε πει πολλές φορές σε άτομα, ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό, πως θα πραγματοποιήσουμε κάτι μαζί. Παράδειγμα μπορεί να αποτελεί ένα ταξίδι, μια δραστηριότητα, έστω κι ένας απλός καφές. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό που είπαμε αρχικά μας δεσμεύει, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, ως προς τρίτους ή τον εαυτό μας.

Όπως και να το δούμε, είναι μια μορφή «υπόσχεσης» και υπάρχει εντός μας από την παιδική μας κιόλας ηλικία. Οι γονείς μας, μάς έδιναν «υποσχέσεις» για διάφορα πράγματα, που τελικά υπήρχε η περίπτωση να μην μπορούσαν να τα πραγματοποιήσουν. Το αν ορθώς τις αθετούσαν ή όχι αφορά άλλο ζήτημα, μα το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Το θέμα είναι γιατί να δίνουμε αυτές τις υποσχέσεις. Από αμηχανία της στιγμής, επειδή δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε; Από αδιαφορία, επειδή θέλουμε να ξεπετάξουμε τον άλλον; Ή από επιθυμία;

Πολλές οι περιπτώσεις, αλλά οι υποσχέσεις παραμένουν χωρίς αντίκρισμα. Βουβές. Μερικές από αυτές γεμάτες πάθος, φωνές που σου λένε πολλά. Αυτά που θέλουμε να ακούσουμε ίσως; Αυτά που θέλει κανείς να κάνει και δεν μπορεί ή απλά αυτά που θέλει να συμβούν; Δεν ξέρω. Τα λόγια όμως, λόγια μένουν. Από πού έρχονται; Από παντού. Από φίλους, οικογένεια, από «μελλοντικά» ζευγάρια, μπορεί και από τους ίδιους μας τους εαυτούς.

Βροχή από παντού. Πολλές υποσχέσεις, αλλά οι περισσότερες ανολοκλήρωτες μένουν. Μέχρι να βρεθεί κάποιος να τις ξεθάψει. Κι αν όχι; Περιμένουν. Ακούραστες. Αλλά εμείς οι ίδιοι που τις δίνουμε είμαστε που απογοητευόμαστε. Γιατί θέλουμε, κατά βάθος, αυτές οι υποσχέσεις να γίνουν πράξεις. Μάλιστα, μερικές από αυτές, τις θέλουμε πολύ. Άσχετα που στην πράξη δεν το κάνουμε. Γιατί; Γιατί συνδυάζουν άτομα και δραστηριότητες που επιθυμούμε. Βασικά, περισσότερο πρόσωπα. Ναι, αυτά τα πρόσωπα που ζητάμε να περάσουμε χρόνο μαζί τους. Εκείνα που, ίσως, θέλουμε να χτίσουμε πάνω τους όνειρα κι αναμνήσεις. Κι όνειρα να μην έχουμε σκοπό να κάνουμε, οι αναμνήσεις είναι ένα σίγουρο κομμάτι. Γιατί αυτά τα άτομα είναι ξεχωριστά. Περικλείουν όλο μας τον κόσμο. Η οικογένεια που δε διαλέγουμε, η οικογένεια που διαλέγουμε εμείς κι η οικογένεια που θα θέλαμε να φτιάξουμε. Είναι ξεχωριστά, το καθένα για το δικό του λόγο και με τον δικό του τρόπο.

Αλλά αυτές οι έρμες οι υποσχέσεις, εκεί είναι ακόμα και περιμένουν. Τι φταίνε; Ακόμα κι αυτό το απλό «πάμε για ένα καφέ;». Γιατί να μην το κάνουμε; Τόσο περιορισμένο χρόνο έχουμε; Τόσο πολύ δε θέλουμε; Αφού αποτελούμαστε από τις προηγούμενες ερωτήσεις και δεν έχουμε σκοπό να το πράξουμε, γιατί το αναφέρουμε; Συνήθως, δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Βγαίνει σαν αντανακλαστικό εκείνη την ώρα. Δεν το προλαβαίνουμε. Υπάρχουν τόσες άλλες φράσεις να τερματίσουμε μια συζήτηση, αλλά χρησιμοποιούμε πάντα αυτή που περικλείει μια δέσμευση. Σοφό ή όχι;

Είναι κι αυτό μια μορφή δέσμευσης, έστω και μηδαμινή, μην ξεχνάς. Πάνω-κάτω, όλοι μας χλευάζουμε αυτή τη φράση, ή παρόμοιες. Είναι καιρός να το παραδεχτούμε. Για καφέ είπες να πάτε, όχι για γάμο.

Υποσχέσεις κούφιες, χωρίς συναίσθημα. Υποσχέσεις νωπές, που από ώρα σε ώρα θα γίνουν κινούμενη άμμος και θα μας καταπιούν. Γιατί να το ρισκάρουμε; Ας μην αφήσουμε τους εαυτούς μας να γίνουν πολιτικοί επί αναμονή εκλογών, που δίνουν υποσχέσεις και πραγματοποιούν τις μισές. Πρέπει να γίνουμε άξιοι των επιλογών μας, πραγματοποιώντας αυτά που λέμε. Ειδικότερα, αυτά που λέμε στον εαυτό μας. Μπορεί να τα απορρίπτουμε για διάφορους λόγους, αλλά στην ουσία παραμυθιαζόμαστε. Μας κοροϊδεύουμε. Κάθε μέρα. Θα έπρεπε να ήμασταν ευχαριστημένοι, αλλά δεν είμαστε. Γιατί ξέρουμε την αλήθεια. Και μένει στο τέλος ένα παράπονο. «Ήθελα, μα δεν μπόρεσα. Οι καταστάσεις βλέπεις».

Μην αφήνεις τα πράγματα ανολοκλήρωτα. Γιατί πάντα γυρνούν κι αν δε μας πονέσουν, αφήνουν κατάλοιπα. Και κανείς δεν έχει χρόνο γι’ άλλα απωθημένα, δε νομίζεις;

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου