Απόψε όλα μοιάζουν διαφορετικά. Δεν ξέρω τι φταίει. Ή μάλλον ξέρω, αλλά φοβάμαι να το παραδεχτώ. Σηκώνομαι απ´ το κρεβάτι μου κι αποφάσιζω να πάω να τα πιω σ´ εκείνο το μπαρ των αναμνήσεων. Όπου πάρα πολλοί άνθρωποι είναι θαμώνες. Άλλοι για να συνεχίσουν να παραμένουν προσκολλημένοι σ´ ένα πρόσωπο που τους τους πλήγωσε. Προσπαθούν να ξεχαστούν, γεμίζοντας το ποτήρι τους με ψευδαισθήσεις. Και κάποιοι άλλοι για ένα τελευταίο μεθύσι, πριν αφήσουν πίσω τους μια ιστορία που δεν είχε το τέλος που θα ήθελαν.

Μπαίνω μέσα. Είναι κάπως σκοτεινά. Η μουσική που ακούγεται σε γαληνεύει. Τα βλέμματά των ανθρώπων χαμένα μέσα σε σκέψεις. Δε δίνω σε κανέναν σημασία. Βρίσκω ένα σκαμπό και κάθομαι. Τα ποτά τα σερβίρει μια πανέμορφη γυναίκα. Αποπλανεί τις αισθήσεις σου. Δύσκολα μπορείς ν´ αποφύγεις τη γοητεία της. Κάτι μου θυμίζει, ωστόσο. Κατάλαβα ποια είναι όταν κάποιος δίπλα μου, είπε το όνομά της. Την έλεγαν Μοναξιά. Είχα ξεχάσει τη μορφή της.

Την κοιτάζουν όλοι με θαυμασμό κι εμπιστεύονται σ´ εκείνη τα συναισθήματά τους, απ´ το να τα χαραμίζουν σε αδιέξοδους έρωτες. Άρχισα να επεξεργάζομαι το γιατί και πριν προλάβω να ολοκληρώσω τον συλλογισμό μου, ήρθε προς το μέρος μου, κρατώντας στα χέρια της δύο άδεια ποτήρια κι ένα σταχτοδοχείο. Θα σου χρειαστούν, είπε και μου έκλεισε το μάτι.

Σκέφτομαι να φύγω. Κάτι δε μου αρέσει. Βλέπω την έξοδο ως την καλύτερη λύση. Μόλις σηκώνομαι ν´ αποχωρήσω, σε βλέπω να κάνεις την εμφάνισή σου. Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει. Με πλησιάζεις. Μπορώ να αισθανθώ τις προθέσεις σου, να τις δοκιμάσω. Η συνηθισμένη ηρεμία μου χάνεται. Δεν υπάρχει καμία διαφυγή και καμία αναβολή, πλέον.

_

Διακρίνω όλες τις ατέλειες που ερωτεύτηκα πάνω σου και νιώθω μια πληρότητα να με αναστατώνει. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν την ακάλυπτη πλάτη σου. Αφήνονται απολαυστικά. Τα χέρια σου περιφέρονται πάνω στο στήθος μου. Τα σώματά μας ομαλά μπερδεύονται. Ο συγχρονισμός τους τρομάζει. Σε περιστρέφω κι εσύ με προτρέπεις να εξερευνήσω για μια τελευταία φορά την ψυχή σου. Να συναντήσω τα μυστικά σου. Αρνούμαι και ψάχνω για όλες τις ανάγκες σου. Βρίσκοντας τον τρόπο, σε αγκαλιάζω σφιχτά. Παρακολουθείς σιωπηλή το προβάδισμά μου, το δελεαστικό αντίο μου. Το πάθος δε σ´ αφήνει ν´ απομακρυνθείς. Μια επιθυμία με φλογερή ευδαιμονία. Αδάμαστη τριβή, ισχυρή κι ωμή που προέρχεται απ´τα τα βάθη της θερμότητάς μας. Οι αισθήσεις, μας χαρίζουν σφοδρούς σπινθήρες, καθώς προσπαθούμε ν´ αφήσουμε στην άκρη τους εγωισμούς μας.

Όσο πιο μαλακά ανεβαίνουμε, τόσο πιο σκληρά πέφτουμε. Τα μάτια μου αρχίζουν και πάλι να προσαρμόζονται στην πραγματικότητα. Υπάρχουν αναπάντητες ερωτήσεις κι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Τα σώματά μας εισχώρησαν εκεί όπου δεν μπορούσαν οι ζωές μας. Ο χρόνος κι ο τόπος σταμάτησαν να ξεγελούν, εκθέτοντας μπροστά μας μια πικρή αλήθεια. Το τραγούδι τελείωσε. Φεύγεις, δίχως να κοιτάξεις πίσω σου. Ξαναγυρίζω στη θέση μου και βλέπω μέσα στο ποτήρι μια θύελλα σιωπηλών αναστεναγμών. Ήσουν μια ωραία καταστροφή. Το ομολογώ.

Τώρα δε μένει τίποτα άλλο, απ´ το να κάψω μια-μια τις αναμνήσεις μας. Να κρατήσω στα χέρια μου τις στάχτες τους. Η Μοναξιά φέρνει έναν αναπτήρα και ζητάει ν´ αρχίσω. Παρατηρώ ότι καίγονται εύκολα. Δεν το περίμενα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα την κυνικότητα να με κυριεύει. Περίεργο το συναίσθημά της. Θύμισε το φόβο των ανθρώπων ν´ αφεθούν ολοκληρωτικά κι απόλυτα στο «μαζί».

Ξημερώνει. Από εδώ και πέρα θα έρχομαι συχνά σ´ αυτό μπαρ. Δεν ξέρω για πόσο καιρό. Όμως, εσύ δε θα φανείς πάλι. Αυτό θα βοηθήσει και τους δυο μας.

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου