Σε μια πρόσφατη μάζωξη της παρέας, μεταξύ άλλων είπαμε να αποσαφηνίσουμε και τη σχέση μεταξύ ανασφάλειας και δυναμικής των ζευγαριών, έτσι μιας και τα επιτραπέζια έχουν αρχίσει κάπως να μας κουράζουν τελευταία. Δε χρειάστηκε να τραβήξει και πολύ η κουβέντα μέχρι να πάρουμε το πρώτο hint, πως η συζήτηση θα εξελισσόταν σε μια αέναη διαφωνία με άκρως ενδιαφέρον περιεχόμενο. Αφού δόθηκε η ψήφος εμπιστοσύνης απ’ τον καθένα, ξεκίνησε ευθύς και το ντιμπέιτ.

Ξεκινώντας λοιπόν ο πρώτος να αναλύει τις σκέψεις του και ως υπέρμαχος του παραγωγικού συλλογισμού, θέλησε να δώσει ένα γενικότερο ορισμό στο θέμα ανασφάλεια. Γενναία προσπάθεια και καθ’ όλα τίμια, καθώς κατάφερε να αναλύσει το εύρος ενός, κατά τα λεγόμενά του, ποικιλόμορφου συναισθήματος σε μορφή και ύφος, ενός συναισθήματος που δεν αναγνωρίζει γραμμές και σύνορα -σιγά βρε Μανουσάκη- γι’ αυτό και συχνά-πυκνά κάνει τη βόλτα του σε όλους μας. Οι πρόχειρες δικαιολογίες που βρίσκει στις αιφνίδιες επισκέψεις του, μπορεί να αφορούν την έλλειψη συναισθηματικής σιγουριάς, την οικονομική ή και κοινωνική αβεβαιότητα, αλλά όλες έπονται μιας κοινής αδυναμίας· αυτής του να αποδεχθούμε ότι ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι για κάτι, ούτε καν για όσα αφορούν τον εαυτό μας, πόσο μάλλον τους γύρω μας. Είναι σαν να στερείσαι ελέγχου για έναν ψυχαναγκασμό· μπορεί και να σε τρελάνει.

Φυσικά στα λεγόμενα αυτά ήρθαν να συμπληρωθούν κι άλλες σκέψεις. Πρώτη και κυριότερη η διευκρίνιση πως ναι μεν αναφερόμαστε σε μια ξεκάθαρη αδυναμία, αλλά συνεχίζει να είναι μια από κοινού δοσμένη αδυναμία η οποία μας χαρακτηρίζει όλους, γι’ αυτό ας μην είμαστε και πολύ επικριτικοί επί του θέματος. Εξάλλου οι αδυναμίες χρίζουν και έπονται βελτίωσης, τζάμπα δηλαδή καμαρώνουμε για την προσωπική μας ανάπτυξη και τις ώρες που αφιερώσαμε σε ανασκοπήσεις και συλλογισμούς; Κάπως έτσι καταλήγουμε και στο πρώτο συμπέρασμα, πως η παθολογία της κάθε ανασφάλειας δεν απορρέει από την αναμενόμενη εμφάνισή της, αλλά από την άρνησή μας ως προς την ύπαρξή της και την επακόλουθη στερέωσή της στη ζωή και τις σχέσεις μας.

Συνεχίζοντας την ανάλυση λοιπόν, τα αίματα έρχονται να ανάψουν με μια δήλωση κεραυνό, πως στις σχέσεις ανασφάλειες δε χωράνε και δε συγχωρούνται λέει, ιδιαίτερα αν είναι να δουν και καμιά κατάληξη της προκοπής. Βέβαια εδώ που τα λέμε, το πόση προκοπή μπορεί να έχει μια σχέση είναι ολίγον έως άκρως υποκειμενικό, αλλά χάριν συνέχειας της συζήτησης και μιας και δεν είχαμε εύκαιρο και καν’ αλεξικέραυνο, προσπεράσαμε το δεύτερο κομμάτι επικεντρώνοντας την προσοχή μας στην ουσία. Κάπως έτσι προέκυψε το ερώτημα του κατά πόσο κάποιος μπορεί να είναι ανεκτικός απέναντι στις ανασφάλειες του άλλου, ιδιαίτερα όταν τις δικές του τις έχει ήδη λυμένες ή έστω τακτοποιημένες.

Με μισή καρδιά και ανοιχτό μυαλό δεν μπορεί κανείς μας να αρνηθεί τη δόση αλήθειας που πηγάζει από το συγκεκριμένο προβληματισμό. Εδώ με δυσκολία διαχειριζόμαστε τις δικές μας ανασφάλειες, που να μπλέκουμε και με τις ανασφάλειες του άλλου. Εξάλλου αν ισχύει το ότι είναι προσωπική επιλογή το να δουλέψεις με τον εαυτό σου αρκετά ώστε να συμφιλιωθείς με αυτές, δεν μπορείς παρά να απογοητευτείς στη θέα της άρνησης του άλλου να κάνει κάτι αντίστοιχο. Είναι η ίδια απογοήτευση απέναντι σε κάθε στασιμότητα που μπορεί να περιγράφει τη ζωή κάποιου, κάθε έλλειψη για προσπάθεια και κάθε χαμένη ευκαιρία για αυτοβελτίωση, πόσο μάλλον αν όλα αυτά όχι απλώς επηρεάζουν τον ίδιο, αλλά επεμβαίνουν στην ισορροπία της σχέσης σου με αυτόν. Εν τέλει ο τρόπος που βλέπεις τον άλλον δεν έχει να κάνει με το αν έχει ανασφάλειες ή όχι, αλλά το τι επιλέγει να κάνει με αυτές και κρίνεις τελικά αυτό ως μια αντανάκλαση της προσωπικότητάς του.

Αν όμως η ανέχεια δεν είναι χαρακτηριστικό που βρίσκει εύφορο έδαφος στην προκειμένη, αυτό πάει να πει πως οι ανασφαλείς άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να μένουν μόνοι και χωρίς προκοπή; Ίσως και όχι. Ίσως και να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

Οι ανασφάλειες λειτουργούν κάπως σαν μαγνήτες και κυρίως σε όσους επιλέγουν να αντιμετωπίζουν το θέμα με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή σαν να μην υπάρχει. Οι σχέσεις στις οποίες εκδηλώνονται είναι η μόνη δυνατή πηγή τροφής τους καθώς υπάρχει μια αμοιβαία ανέχεια προς αυτές, προερχόμενη και από τους δύο. Αυτή είναι αρκετή όχι μόνο για να δημιουργήσει μια σχέση αλλά και να την εδραιώσει σε έναν κλοιό αλληλεξάρτησης. Το πόσο υγιές κι αποτελεσματικό για το εκάστοτε ζευγάρι είναι κάτι τέτοιο βέβαια, είναι στην κρίση του καθενός. Το σύνολο όμως είναι ένας κανόνας που σπάνια αποδεικνύεται μέσω της εξαίρεσής του.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη