Τι πάει να πει ντροπαλός; Ο φίλος μας το βικιλεξικό αναφέρει στον ορισμό, ότι πρόκειται για ένα άτομο το οποίο δε νιώθει άνετα μπροστά σε άλλους. Συνώνυμο λέει, ο συνεσταλμένος. Μωρέ τι μας λες; Μια χαρά υπάρχουν και ντροπαλοί που μόνο συνεσταλμένους δεν τους λες. Πολύ περιορισμένος ορισμός για ένα χαρακτηριστικό τόσο πολύπλοκο και συνεπηρεαζόμενο. Ίσως απαιτείται μία πιο εκτεταμένη ανάλυση, για κάτι που λιγότερο ή περισσότερο, τελικά εμφανίζεται σε όλους, έστω και μεμονωμένα.

Ας αρχίσουμε από τα βασικά. Ως χαρακτηριστικό, έκανε την εμφάνισή του χωρίς διακρίσεις στους πλείστους από εμάς, στη παιδική κιόλας ηλικία. Όλοι ανεξαιρέτως έχουμε βιώσει αυτό το αίσθημα που μπορεί να παγώσει το αίμα μας στο δευτερόλεπτο, να ανεβάσει τους παλμούς μας λες κι είμαστε μαραθωνοδρόμοι στην τελική ευθεία και να ιδρώσει τα χέρια μας λες και κάνουμε γκρουπ τουρ στη Σαχάρα. Για έναν περίεργο λόγο αυτό συνδεόταν κάπως με τους γονείς μας και την πολύ κουλ συμπεριφορά που εννοείται πως είχαν. Αν και τόσο ευχάριστο, για καλή μας τύχη με τα χρόνια εξασθενούσε μέχρι που περιοριζόταν σε λίγες μόνο στιγμές και για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι;  Μάλλον όλα πηγάζουν από το πόση σιγουριά έχουμε για κάτι. Συχνά η ντροπαλότητα συνδέεται άμεσα με την έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ένα άτομο το οποίο αμφιβάλει για την ικανότητά του να ανταπεξέλθει σε μια συνθήκη κοινωνικής υπόστασης, δεν μπορεί παρά να νιώσει άβολα όταν βρεθεί σ’ αυτή. Το εντυπωσιακό είναι πως ενώ μπορεί να παρουσιάζεται σε ένα άτομο σε ό, τι αφορά τις προσωπικές του σχέσεις, στις επαγγελματικές του να απουσιάζει παντελώς. Κι ενώ σε μια παρέα είναι ήσυχος, τόσο που δεν του παίρνεις λέξη, όταν βρεθεί στον χώρο εργασίας του, γίνεται ένας άλλος άνθρωπος. Ξαφνικά, για κάτι το οποίο γνωρίζει τόσο καλά κι έχει την τόλμη να το υποστηρίξει, δεν υπάρχει ούτε ψήγμα δισταγμού. Αυτό βέβαια, επέρχεται με την εξοικείωση. Έτσι, ενώ αρχικά είναι αδιανόητα δύσκολο να ξεπεράσεις την ντροπή της έκθεσης, με μικρά και διαρκή βήματα, το πετυχαίνεις.

Αναμενόμενα, κυρίως λόγω της τάσης για απομόνωση, η ντροπαλότητα σχετίζεται λανθασμένα με την εσωστρέφεια. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο οι δύο όροι δε συνυπάρχουν σχεδόν ποτέ. Κατά κύριο λόγο, τα ντροπαλά άτομα έχουν ανάγκη για κοινωνικοποίηση, πιο έντονα απ’ ό, τι οι υπόλοιποι, παρόλο που οι αναστολές τους δεν τους επιτρέπουν να το επιχειρήσουν. Γι’ αυτό κι αρκετά συχνά, όταν βρεθούν σε ένα περιβάλλον ασφάλειας, γίνονται η ψυχή της παρέας. Αντιθέτως, οι εσωστρεφείς άνθρωποι, επιλέγουν να απουσιάζουν από κοινωνικές συνευρέσεις, καθώς δε νιώθουν καμία ανάγκη να βρίσκονται σ’ αυτές κι όχι γιατί δεν μπορούν.

Κάτι το οποίο αρκετοί δεν περιμένουν, είναι η ντροπαλότητα που μπορεί να πηγάζει από την ευαισθησία ενός ατόμου. Τότε, δεν αφορά την έλλειψη σιγουριάς έναντι σε κάποια συνθήκη. Πολλά άτομα τα οποία παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα ευαισθησίας, ενώ έχουν αυτοπεποίθηση για τον ίδιο τους τον εαυτό, δεν έχουν την ευχέρεια να βρίσκονται σε κάθε είδους κατάσταση με την ίδια άνεση. Είτε επειδή χρειάζονται περισσότερο χρόνο επεξεργασίας και προσαρμογής σε μια νέα συνθήκη είτε επειδή είναι πιο επιλεκτικοί όσον αφορά το σε ποιες καταστάσεις θέλουν να εκτίθενται.

Όπως και να ’χει, η ντροπαλότητα είναι ένα χαρακτηριστικό με μεγάλο εύρος εμφάνισης και ποικιλομορφίας. Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό σ’ αυτό, γι’ αυτό έρχεται και φεύγει όπως κι εποχές. Επηρεαζόμενο από την ψυχολογία και τη διάθεσή μας, το περιβάλλον μας και τα ερεθίσματα που δεχόμαστε. Το μόνο σίγουρο είναι πως, σαν κάθε ατομικό χαρακτηριστικό, δεν είναι αναγκαία καλό ή κακό, ούτε καθοριστικό για εμάς, αλλά ένας ακόμη τρόπος να μάθουμε περισσότερα για τον εαυτό μας. Έτσι, όπως είπε και ο φιλόσοφος Μισέλ ντε Μονταίν  « Ας μην ντρεπόμαστε να πούμε αυτό που δεν ντρεπόμαστε να σκεφτούμε».

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου