Εσένα άραγε τι σου ‘ρχεται στο μυαλό με τη φράση «ελληνικό σπιτικό φαγητό»; Ίσως το αλησμόνητο παστίτσιο της γιαγιάς, σερβιρισμένο κάθε Κυριακή στο κέντρο του τραπεζιού, να γεμίζει το σπίτι μυρωδιές από μοσχοκάρυδο και δάφνη. Ίσως πάλι να σκέφτεσαι το γνωστό και μη εξαιρετέο «μουσακά», που τρέχει να δοκιμάσει μέχρι και ο τελευταίος τουρίστας που κόβει βόλτες στο Μοναστηράκι με φωτογραφική μηχανή και πέδιλο, μετά την ανάρτηση “#greekmousakas#loveAthens#lovevacations” . Ή αν είσαι φοιτητής και δε, σε άλλη πόλη, μπορεί ακόμα να προσπαθείς να υπολογίσεις από πότε έχεις να φας κάτι έστω αντίστοιχο.

Αφήνοντάς σε λοιπόν στους υπολογισμούς σου, θα συμπληρώσω πώς για μένα ένα είναι το πιάτο που χαρακτηρίζει το σπιτικό φαγητό κι αυτό είναι τα «γεμιστά». Και μόνο απ΄τη λέξη δηλαδή, σου γεμίζει το είναι σου, ένα πράγμα. Αυτό όμως που το ξεχωρίζει πραγματικά και ταυτόχρονα αποδίδει τα εύσημα στην ελληνική γλώσσα και τις δυνατότητές της, είναι η κατηγοριοποίησή του σε «κλασικά» και «ορφανά». Κι αν δεν έχεις καταλάβει ακόμη τι εννοώ, κάνε λίγη μόνο υπομονή.

Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του αγαπητού γεύματος, η προσθήκη «ορφανά» μπροστά από οποιαδήποτε λέξη η φράση, δε μπορεί παρά να παραπέμψει, αρχικώς τουλάχιστον, το μυαλό σε μια κατάσταση έλλειψης ή ανεπάρκειας. Για τον οποιονδήποτε όμως που έχει δοκιμάσει έστω και μια φόρα τα «ορφανά γεμιστά» για να μπορεί να κάνει τη σύγκριση με τα κλασικά με κιμά, η πιο πάνω δήλωση δε μπορεί παρά να τον βρει άκρως αντίθετο, καθώς αυτά είναι η υπέρτατη απόδειξη πώς η αφαιρετική λογική, όχι μόνο δεν προκαλεί έλλειμμα, αλλά μπορεί να δημιουργήσει μια διαφορετική εκδοχή της κατάστασης και μάλιστα πιο αναβαθμισμένη.

Αυτό που τόσοι και τόσοι έχουν προσπαθήσει να προωθήσουν ως μινιμαλιστικό ρεύμα, τάση απλότητας ή κύμα αφαιρετικότητας, για μένα περιγράφεται εξίσου καλά και αναμφισβήτητα πιο εύγευστα, ως το «φαινόμενο των ορφανών γεμιστών». Με λίγα λόγια, οτιδήποτε αφαιρείται από μια συνθήκη ή ένα σύνολο, δεν αφήνει πάντοτε και κατά κανόνα, κενά. Αντιθέτως, μπορεί να δημιουργήσει τον απαραίτητο χώρο για να αναδειχθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλα τα βασικά συστατικά. Καταφέρνει να κάνει κάθε στοιχείο του συνόλου, ένα φάρο χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων με σαφή και ξεκάθαρη παρουσία, χωρίς κανείς να μπορεί να το αμφισβητήσει ή να το παραβλέψει. Η απλότητα σ’ ένα σύνολο, προσφέρει την μοναδική ευκαιρία να αναγνωρίσουμε κάθε συστατικό, κάθε λεπτομέρεια και να απολαύσουμε το μεγαλείο τους.

Είναι άραγε τυχαία η ικανοποίηση που νιώθουμε, κάθε φορά που αποφασίζουμε να κάνουμε ένα ξεκαθάρισμα στη ντουλάπα ή στο γραφείο; Αυτή η έντονη ανακούφιση όταν τελικά ξεχωρίζουμε όσα χρειαζόμαστε πραγματικά και τελικά αποφασίζουμε να κρατήσουμε, απ’ όσα μας τρώνε χώρο, χρόνο και ανήκουν μόνο στον κάδο σκουπιδιών. Ή και το άλλο. Η αίσθηση όταν μπαίνεις σε ένα σπίτι ή διαμέρισμα, πριν ακόμη επιπλωθεί, η αίσθηση ενός εντελώς άδειου χώρου. Ενώ θεωρητικά θα περίμενε κανείς να προκαλεί αμηχανία και ενόχληση, αντιθέτως προσφέρει μια αναπάντεχη ευχαρίστηση. Γιατί τελικώς, κενός χώρος είναι απλά ο χώρος που δεν έχει ακόμη γεμίσει και με όλες τις δυνατές επιλογές για το πώς και το πόσο θα γεμίσει στα χέρια σου.

Είναι μια ευχάριστη ειρωνεία το φαγητό αυτό, αν σκεφτεί κανείς πώς καταφέρνει να εκφράσει απόλυτα το ελληνικό ιδεώδες. Όλη μας η φιλοσοφία βασίζεται στην πολυπλοκότητα της απλότητας, στην κομψότητα της σαφήνειας μιας εικόνας και της ικανότητάς της μέσα από αυτήν, να αμφισβητείς την ίδια την υπόστασή της.

Κάπως έτσι μπορούμε με κάποια σιγουριά τουλάχιστον, να καταλήξουμε πως τα πιο σύνθετα προκύπτουν απ’ τα απλά και τα πιο απλά δημιουργούν τις ύψιστες συνθέσεις.

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου