Είχαμε ένα δέντρο το οποίο έπρεπε να εγκαταλείψουμε για λίγο καιρό. Όταν επιστρέψαμε το δέντρο μας είχε μολυνθεί με μια ασθένεια κι έπρεπε να κοπεί. Φυτέψαμε τότε και δεύτερο δέντρο. Έπρεπε να το εγκαταλείψουμε κι αυτό, μα όταν επιστρέψαμε το βρήκαμε κι εκείνο μολυσμένο κι έτσι κόπηκε και το δεύτερο δέντρο. Φυτέψαμε και τρίτο δέντρο, μα έτυχε ξανά να πρέπει να φύγουμε κι όταν γυρίσαμε είχε, δυστυχώς, κι αυτό ασθενήσει.

Έτσι, φυτέψαμε και τέταρτο δέντρο κι αφού μεγάλωσε, εμφανίστηκε πάλι ένας λόγος που θα μας απομάκρυνε από κοντά του. Τότε, λοιπόν, σκεφτήκαμε πως και τις τρεις προηγούμενες φορές που απουσιάζαμε και τα τρία δέντρα μας είχαν μολυνθεί κι έπρεπε να κοπούν. Άρα υποθέσαμε πως κι αυτή τη φορά θα γινόταν το ίδιο πράγμα κι έτσι κόψαμε το τέταρτο δέντρο μας πριν φύγουμε, καθώς θεωρήσαμε βέβαιο πως θ’ ασθενούσε κι αυτό.

Κάτι ανάλογο, λοιπόν, κάνουμε και στην πραγματικότητα και μόλις δούμε πως κάτι συνηθίζεται να συμβαίνει, το ασπαζόμαστε ως έναν κανόνα που πρέπει να ισχύει πάντα. Κι έτσι κόβουμε τις ρίζες μας, απλώς και μόνο γιατί σχεδόν όλα τα προηγούμενα δέντρα έπρεπε να κοπούν.

Στην προκειμένη περίπτωση, το δέντρο συμβολίζει μια σχέση, απ’ την οποία ο σύντροφός μας ζητά ν’ απομακρυνθεί για λίγο καιρό. Κοινώς, μας ζητά χρόνο για να σκεφτεί. Επειδή, όμως, το να θέλει κανείς χρόνο χρησιμοποιείται, συνήθως, ως έμμεσο μήνυμα για χωρισμό, τότε κι εμείς το εκλαμβάνουμε ως τέτοιο κι είμαστε βέβαιοι πως ο σύντροφός μας μάς ζητά στην πραγματικότητα να χωρίσουμε.

Έτσι, ξεριζώνουμε χωρίς δεύτερη σκέψη το «δέντρο» μας  κι αμφισβητούμε την πρόθεση του συντρόφου μας, κατηγορώντας τον για δειλία, εφόσον θεωρούμε πως χρησιμοποιεί ψεύτικα προσχήματα για να ξεμπερδεύει από εμάς. Έτσι, επιβαρύνουμε τον ήδη ταλαιπωρημένο, κατά τα φαινόμενα, σύντροφό μας, δημιουργώντας ένα ακόμη πιο βαρύ κλίμα και τότε, ίσως, πράγματι, να φτάσουμε και μέχρι το χωρισμό.

Η αλήθεια, όμως, είναι πως όπως το τέταρτο δέντρο θα μπορούσε μια χαρά και να μην ασθενήσει, έτσι κι ο σύντροφός μας μπορεί, πράγματι, να χρειάζεται λίγο χρόνο, όσο κι αν δεν το καταλαβαίνουμε.

Καταρχάς, αν δεν μπορούμε να εντοπίσουμε το πρόβλημα που απασχολεί το σύντροφό μας και για το οποίο θέλει ν’ απομακρυνθεί για λίγο απ’ τη σχέση μας, δε σημαίνει πως δεν υπάρχει. Δηλαδή, κρίνουμε εξ ιδίων τα προβλήματά του και θεωρούμε σημαντικό μόνο ό,τι επιδρά σ’ εμάς άσχημα. Έτσι, αν το πρόβλημα που τον απασχολεί φαίνεται ανάξιο προσοχής στα μάτια μας, θα το προσπεράσουμε. Ψάχνοντας, όμως, σε λάθος κατεύθυνση, δε θα μπορούμε να δούμε πως έχει πραγματικά πρόβλημα και θα πιστέψουμε, λαθεμένα, έτσι, πως λέει ψέματα.

Αν ο σύντροφός μας μάς ζητήσει να μείνει λίγο καιρό μακριά απ’ τη σχέση μας, ίσως να αισθάνεται πως με την ψυχολογία του στην παρούσα φάση θα ζημιώσει τη σχέση. Αν είναι πεσμένος ψυχολογικά, φυσικά και δε θα μπορεί ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μας κι έτσι, θα τον κατηγορούμε για έλλειψη ενδιαφέροντος, μ’ αποτέλεσμα να δημιουργούνται εντάσεις μεταξύ μας. Προκειμένου, λοιπόν, ν’ αποφύγει τις αντιπαραθέσεις και να προφυλάξει τη σχέση μας, προτιμά ν’ απομακρυνθεί απ’ αυτήν για λίγο καιρό.

Τέλος, η αλήθεια είναι πως όσο κι αν εμείς είμαστε έτοιμοι γι’ αυτή τη σχέση, ίσως ο σύντροφός μας να μην είναι. Αν, για παράδειγμα, έχουμε βελτιώσει τη συμπεριφορά μας συγκριτικά με προηγούμενες σχέσεις μας κι αν αισθανόμαστε έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε ό,τι πρόβλημα προκύψει, δε σημαίνει πως κι ο σύντροφός μας πρέπει να νιώθει το ίδιο.

Όπως εμείς συνειδητοποιήσαμε πώς πρέπει να φερόμαστε σε μια περίοδο που ήμασταν μόνοι μας και που είχαμε τη δυνατότητα να επεξεργαστούμε τα σωστά και τα λάθη, έτσι κι ο σύντροφός μας, ίσως να χρειάζεται να μείνει μόνος του, προκειμένου ν’ αντιληφθεί κι αυτός πώς λειτουργεί μια κανονική σχέση και τι πραγματικά επιθυμεί.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως αν βιαστούμε να κόψουμε το τέταρτο δέντρο μας, ίσως να κάνουμε ένα πολύ μεγάλο λάθος. Μπορεί, πράγματι, επιστρέφοντας να το βρούμε κι αυτό ν’ ασθενεί, αλλά είναι εξίσου πιθανόν το τέταρτο δέντρο να μη μολυνθεί κι αντιθέτως, να φουντώσει και να δώσει πίσω στην παρεξηγημένη φράση «θέλω χρόνο» το αληθινό και κυριολεκτικό της νόημα.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη