Ένα λουλούδι βρισκόταν στην είσοδο μιας σπηλιάς. Το μεγαλύτερο μαράζι του ήταν που δεν μπορούσε ν’ αντικρίσει ολάκερο τον ήλιο, καθώς μόνο μία αχτίνα του έμπαινε μέσα στη σπηλιά κι ακουμπούσε τα φύλλα του. Αυτή τη μοναδική ακτίνα ήλιου, λοιπόν, την πρόσεχε σαν τα μάτια του κι άλλο πράγμα δεν περίμενε, παρά το πότε θα ‘ρθει η ώρα για να τη δει.

«Ελπίζω να ‘ρθεις κι αύριο» έλεγε με παράπονο στην ακτίνα, κάθε φορά που θα ‘πρεπε να την αποχωριστεί. Κι η ακτίνα το είχε καμάρι, που ήταν για κάποιον τόσο πολύ σημαντική κι έτσι του υποσχόταν κι αυτή: «Μην ανησυχείς, καλό μου λουλούδι. Θα ‘μαι κι αύριο κοντά σου».

Μια μέρα, όμως, η σπηλιά σείστηκε και γκρεμίστηκε, και το λουλούδι, έτσι, είδε ολάκερο τον ήλιο, για πρώτη φορά στη ζωή του. «Ήλιε μου» μονολογούσε κι έκλεινε τα μάτια για να απολαύσει τη θέρμη του.

Τότε, ωστόσο, έγινε και κάτι παράξενο με το λουλούδι: του μιλούσε η ακτίνα που άλλοτε λάτρευε, μα εκείνος ούτε που μπορούσε να την ξεχωρίσει μέσα απ’ όλες τις ακτίνες του ήλιου που ρίχνονταν πλέον πάνω του.

«Τι έπαθες, λουλούδι; Παλαιότερα λαχταρούσες να συναντήσεις τη ζεστασιά μου, μα τώρα ούτε που με προσέχεις» παραπονιόταν, η δύσμοιρη. Το λουλούδι, όμως, δεν έλεγε τίποτα, παρά μόνο επιδιδόταν σ’ αυτόν τον σκληρό συλλογισμό: «Τώρα που ‘χω ολόκληρο τον ήλιο στη διάθεσή μου, τι να σε κάνω, πια, καημένη ακτινίτσα;»

Σαν αυτήν την ακτίνα, λοιπόν, που έπαψε να ‘ναι σημαντική για το λουλούδι, μόλις γκεμίστηκε η σπηλιά και του αποκάλυψε ολόκληρο τον ήλιο, θα την πάθει και κάποιος που περιμένει να χωρίσει ο σύντροφός του απ’ την επίσημή του σχέση, για να ‘ναι μαζί του. Θα πέσει, δηλαδή, η σπηλιά με το διαζύγιο ή τον χωρισμό, μα ύστερα ίσως να πάψει να τον θεωρεί τόσο σημαντικό.

Καταρχάς, όπως το λουλούδι ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την ακτίνα, καθώς αυτή ήταν η μόνη επαφή που μπορούσε να ‘χει με τον ήλιο, έτσι και κάποιος που βρίσκεται σ’ επίσημη σχέση, θεωρεί τον παράνομο σύντροφό του ως το μοναδικό μέσο διαφυγής απ’ το ασφυκτικό, κάποιες φορές «μαζί» ή τα δεσμά του γάμου του. Ενώ βρίσκεται ακόμη σ’ αυτή τη σχέση, λοιπόν, μεγαλοποιεί τη σημαντικότητά μας ως παράνομου συντρόφου και νομίζει πως μόνο με τη βοήθειά μας μπορεί να ξεφεύγει απ’ αυτή τη φυλακή. Με το φινάλε, όμως, θα πάψει να υπάρχει η ανάγκη της διαφυγής κι έτσι, δε θα του ‘μαστε πια τόσο απαραίτητοι.

Το λουλούδι, όμως, όταν γκρεμίστηκε η σπηλιά, μπορεί να ήθελε ν’ απολαύσει, επιτέλους, ολόκληρο τον ήλιο. Κι ο σύντροφός μας, λοιπόν, αν καταφέρει ν’ αποδεσμευτεί απ’ την επίσημη σχέση του, θα θέλει ν’ απολαύσει κι αυτός την ελευθερία του, κι έτσι, όχι μόνο δε θα δεσμευτεί μαζί μας μετά, μα θα του ‘μαστε στο τέλος κι εμπόδιο για την ανέμελη ζωή που ανυπομονεί να κάνει.

Άδικα περιμένουμε, επομένως, απ’ τον σύντροφό μας να χωρίσει απ’ την επίσημή του σχέση και να ‘ναι μαζί μας, καθώς στην πορεία, σαν θ’ αντιληφθεί πως θα υπάρχουν και μ’ εμάς προβλήματα, θα σκεφτεί: «Δεν έκανα αμάν και πώς για να χωρίσω και να γλυτώσω απ’ τους τσακωμούς, για να πάω να μπω σε καινούργιους». Κι έτσι, θα προτιμήσει την ησυχία του, αφού δε θα θέλει ν’ αντιμετωπίσει ξανά τα ίδια προβλήματα που είχε και πριν τη σχέση μας.

Κι έτσι, λοιπόν, η ακτίνα εξακολουθούσε να πέφτει στο λουλούδι της και το λουλούδι επέμενε κι εκείνο να μην της δίνει σημασία. Ώσπου αποφάσισε να φύγει απ’ αυτό και να πάει να βρει άλλα λουλούδια, μέσα σε καινούργιες σπηλιές, ώστε να νιώσει σημαντική και πάλι. «Κι αν δε γίνει κανένας σεισμός ξανά, μια χαρά θα ‘μαστε», σκεφτόταν η ακτίνα, λοιπόν, μέσα, πλέον, στη νέα σπηλιά της.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη