Ένα λουλούδι σιχαίνεται το καυτό νερό, μα κάθε φορά που πάει να ποτιστεί μ’ αυτό, αντί να πει απλώς «Δε μ’ αρέσει το καυτό νερό» και να ξεκαθαρίσει τη θέση του, αρχίζει να επιδίδεται σε γενικόλογες παρατηρήσεις, του τύπου «Αχ, πόσο καυτός είναι ο ήλιος σήμερα, δεν αντέχω», «Κι αυτό το χώμα, πώς καίει έτσι», «Κι ο αέρας, Θεέ μου, μ’ έκαψε», για να κάνει το ζεστό νερό να καταλάβει πως δεν το θέλει.

Το λουλούδι, δηλαδή, προσπαθούσε να πει με πλάγιο τρόπο στο καυτό νερό πως δεν ήθελε να πέφτει πάνω του και πετούσε τα υπονοούμενά του, περιμένοντας κι απαιτώντας, μάλιστα, απ’ το καημένο το νερό, να σκεφτεί πως «επειδή καίει κι ο ήλιος, επειδή καίει και το χώμα, επειδή καίει κι ο αέρας, επειδή είμαι κι εγώ καυτό, καλύτερα να μην του ριχτώ, βρε, του λουλουδιού».

Πολλές φορές, λοιπόν, φερόμαστε κι εμείς σαν αυτό το λουλούδι και λέμε έμμεσα όσα θέλουμε να πούμε, νομίζοντας μάλιστα πως είμαστε ευθείς, μα, ωστόσο, η στάση μας όχι μόνο δε λογιέται για ειλικρινής, μα στην πραγματικότητα είναι άδικη για τον άλλον και μπορεί να κρύβει μάλιστα κι αρκετή πονηράδα από μεριάς μας.

Καταρχάς, όταν πετάμε στον άλλο μέσω υπονοούμενων όσα σκεφτόμαστε, τότε τον κάνουμε ν’ αναρωτηθεί «Μπας και θέλει να μου πει κάτι άλλο;». Ωστόσο, δεν μπορεί να ζητήσει από εμάς να του πούμε και τι ακριβώς εννοούμε, γιατί μέσα στο μυαλό του θα συνυπάρχει κι η αντίθετη σκέψη: «Μπας και δε θέλει να μου πει τίποτα κι είμαι απλώς καχύποπτος ή ενοχικός;». Έτσι, δε θα ξέρει πώς να εκλάβει το υπονοούμενό μας και δε θα μπορεί να διαλέξει αν πρέπει να το προσπεράσει ή να σταθεί σ’ αυτό.

Όταν (σχεδόν) λέμε αυτό που θέλουμε, προστατευμένοι όμως πίσω απ’ τον πλάγιο τρόπο μας, αντί να το εκφράσουμε ξεκάθαρα, είναι γιατί θέλουμε να ‘μαστε καλυμμένοι για κάθε ενδεχόμενο. Δηλαδή, αν το υπονοούμενό μας εκληφθεί απ’ τον άλλο με τον τρόπο που το εννοούμε και πειραχτεί μ’ αυτό, τότε θα μπορούμε να ισχυριστούμε πως δεν κατάλαβε σωστά και πως δεν το εννοούσαμε έτσι, προκειμένου να μην παρεξηγηθεί μαζί μας. Κι έτσι, δε θα υπάρχουν τρομερές συνέπειες απ’ την μπηχτή που πετάξαμε, καθώς θα μπορούμε ανά πάσα στιγμή να αποποιηθούμε την πραγματική σημασία του υπονοούμενού μας και να την αντιστρέψουμε, κιόλας, αν χρειαστεί.

Τέλος, όταν λέμε τη γνώμη μας με υπονοούμενα κι ο άλλος δεν αντιλαμβάνεται τι εννοούμε, τότε δε θα μπορούμε παρά να θυμώνουμε ακόμη πιο πολύ μαζί του, που θα συνεχίζει να φέρεται με τρόπο που δε μας αρέσει, λόγου χάρη. Κάθε φορά, επομένως, που το καυτό νερό θα ρίχνεται πάνω μας, θα το απεχθανόμαστε ακόμη πιο πολύ και θα αναρωτιόμαστε μέσα μας «Τι άλλο να του πούμε, πια, για να καταλάβει πως δεν το θέλουμε;».  Έτσι, η δυσαρέσκειά μας θα παραμένει και θα γίνεται κι ακόμη πιο έντονη, όσο οι μπηχτές μας, σχετικά δικαιολογημένα, δε θα φέρνουν αποτέλεσμα.

Το λουλούδι, λοιπόν, θα συνεχίζει να λέει στο καυτό νερό πόσο καίει κι ο ήλιος κι η Γη κι ο αέρας και θα εξακολουθεί να περιμένει απ’ αυτό να καταλάβει πως δεν το θέλει. Μα, ωστόσο, το μόνο που θα καταφέρνει, θα είναι να φέρνει το νερό σε δυσάρεστη θέση και να μην μπορεί και το λουλούδι να γλυτώσει ποτέ απ’ αυτό.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη