Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, πολλές συμπεριφορές ενός ενήλικα οφείλονται σε κάποια παιδική του εμπειρία. Όλα δικαιολογούνται από κάτι. Ο εμμονικός, ο φοβητσιάρης, ο ζηλιάρης, όλοι έχουν έναν λόγο που είναι έτσι. Και συχνά, όλα εξηγούνται από τη βάση της ζωής μας: την οικογένειά μας, τους γονείς μας, το μεγάλωμά μας και τα ερεθίσματά μας καθώς αυτό συνέβαινε. Τώρα ποια είναι αυτή η λεπτή γραμμή που χωρίζει την εφηβική από την παιδική ηλικία, μόνο εκείνοι ξέρουν, αλλά ας μη σκάσουμε και γι’ αυτό.

Όλοι στη ζωή μας έχουμε συναντήσει διαφόρων ειδών άτομα. Πολύ χαρούμενα, καταθλιπτικά, αρνητικά, καχύποπτα, θετικά, κτητικά, ελεγκτικά. Ίσως κι εμείς οι ίδιοι να είμαστε κάποιο από όλα αυτά και να μην το ξέρουμε ή να μη θέλουμε να το δούμε και να το καταλάβουμε. Κάθε ένα, θέλει τη δική του διαχείριση. Γι’ άλλους, αυτή είναι πιο εύκολη και γι’ άλλους όχι. Μία εξ αυτών, αφορά και στα άτομα που παρουσιάζουν ελεγκτικές και κτητικές τάσεις, σε βαθμό που γίνονται εμπόδια για να συνάψουν υγιείς σχέσεις. Κι ίσως και σε αυτήν την περίπτωση, η απάντηση να βρίσκεται και πάλι στην παιδική ηλικία.

Ένα συχνό φαινόμενο κτητικότητας κι ελέγχου στην ενήλικη ζωή είναι η εγκατάλειψη και η παραμέληση στα πρώιμα παιδικά χρόνια, όταν ένα παιδί έχει ανάγκη τους γονείς του και τη σταθερή παρουσία τους στη ζωή του, ενώ εκείνοι για οποιονδήποτε λόγο απουσιάζουν. Τότε, το παιδί μεγαλώνει με φόβο κι ανασφάλεια, με αποτέλεσμα, όταν αργότερα βρει αυτό το ένα σταθερό άτομο στη ζωή του, να προσπαθήσει να το κρατήσει με τον τρόπο του, όπως μπορεί· ελέγχοντάς το, καλύπτοντας έτσι την ανασφάλεια και τον φόβο εγκατάλειψης.

Από την άλλη, τα παιδιά είναι μικρά παπαγαλάκια και σωστοί μίμοι. Θα πουν ο,τι ακούσουν και θα κάνουν ο,τι δουν. Θα υιοθετήσουν συμπεριφορές που βλέπουν στο κοντινό τους περιβάλλον και δύσκολα θα τις αποβάλουν μεγαλώνοντας. Τι πιο κοντινό, λοιπόν, από ένα οικογενειακό περιβάλλον; Όταν ένα παιδί μεγαλώνει με δύο γονείς οι οποίοι ασκούν πίεση ο ένας στον άλλον, ελέγχουν ο ένας τον άλλον και γενικώς ασκούν εξουσία ο ένας στον άλλον, δε θα βγει «παιδί των λουλουδιών» το μικρό. Θα γίνει ένα πιστό αντίγραφο των γονιών του, κάνοντας τα ίδια σε ένα άλλο άτομο.

Ένα ακόμα συχνό φαινόμενο ή γεγονός (πες το όπως θες) είναι ο «ό,τι να ‘ναι» γονιός. Στην περίπτωση αυτή, ο γονιός δεν παίζει σταθερά τον ρόλο του, με αποτέλεσμα κάθε φορά να έχει άλλη συμπεριφορά απέναντι στο παιδί του. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, στο παιδί αυτό έχει δημιουργηθεί μέσα του ένα μεγάλο ερωτηματικό, ένα μόνιμο άγχος και μια ανασφάλεια, παρούσα κάθε ώρα και στιγμή. Έτσι, όταν θα έρθει η ώρα της σχέσης (οποία και να είναι αυτή), το παιδί που έχει γίνει ενήλικας προσπαθεί να προφυλάξει τον εαυτό του ελέγχοντας το άλλο άτομο εμφανίζοντας κτητικές τάσεις, ώστε να εξασφαλίσει τη συνέπεια και τη σταθερότητα στη ζωή του.

Λίγο πιο κάτω στη λίστα βρίσκονται οι αγαπημένοι μας (NOT) αυστηροί γονείς. Αυτοί οι άνθρωποι μαθαίνουν το παιδί να είναι ένα μικρό ρομπότ, μια μαριονέτα. Δεν του αφήνουν χώρο να ανασάνει, να πάρει πρωτοβουλία, να μάθει να είναι αυτόνομο. Έτσι, τον παιδί μαθαίνει πως αυτή η κατάσταση, η συμπεριφορά, η συνθήκη ονομάζεται «αγάπη» κι αυτό είναι που προσφέρει αργότερα ως αγάπη. Γιατί αυτά τα παιδιά δε γνώρισαν τίποτα άλλο, άρα δεν ξέρουν πώς αλλιώς είναι μια οικογένεια και πώς αλλιώς δείχνει κάποιος την αγάπη του.

Στο ίδιο μήκος κύματος έχουμε και τους μόνιμα επικριτικούς γονείς. Αυτούς που μεγαλώνουν παιδί δημιουργώντας του το αίσθημα «δεν είμαι αρκετά καλός», «δε μου αξίζει» κ. ο. κ. Τα παιδιά αυτά, όταν πια είναι ενήλικα, εμφανίζουν ελεγκτικές τάσεις απλά και μόνο για να καλύψουν τον φόβο σύγκρουσης, εγκατάλειψης, ακόμα και κριτικής. Προσπαθούν να προβλέψουν ακόμα και μια μικρή έκφραση προσώπου, κίνηση, σκέψη. Ό,τι μπορούν να ελέγξουν, θα το ελέγξουν.

Για το τέλος άφησα -ίσως- το πιο σημαντικό. Το παιδικό τραύμα. Ασχέτως πώς δημιουργήθηκε. Συναισθηματική, λεκτική, σεξουαλική βια, απώλεια ή παραμέληση ενός ή δύο γονιών. Όλα, οδηγούν σε ένα παιδί που ασυναίσθητα ψάχνει μεγαλώνοντας ένα safe place. Μια αγκαλιά που δε θα φοβάται να χωθεί, θα είναι εκεί στα δύσκολα και θα νοιάζεται. Για να το βρει όμως αυτό, πρέπει να ελέγξει καταστάσεις, ανθρώπους, κι έπειτα, να κατοχυρώσει μια μόνιμη θέση δίπλα τους. Να είναι μόνο δικοί του.

Όλα τα παραπάνω λύνονται με δουλειά, χρόνο, προσπάθεια και υπομονή. Το παιδί που έγινε ελεγκτικός και κτητικός ενήλικας θα πρέπει να αναγνωρίσει τα στοιχεία αυτά μέσα του, να τα αποδεχτεί και να ξεκινήσει την ψυχοθεραπεία του μιλώντας με ειδικούς. Αυτό είναι ένα πολύ καλό πρώτο βήμα. Έπειτα, άνθρωποι που τον νοιάζονται και τον αγαπάνε (είτε του το δείχνουν σωστά, είτε όχι) θα σταθούν δίπλα του σε όλη τη διαδρομή αυτοβελτίωσης.

Από την άλλη, υπάρχει και η πρόληψη. Δεν είναι τυχαίο που λένε «όλοι θέλουν ψυχοθεραπεία». Δεν το λένε γιατί είμαστε όλοι άνθρωποι που ακροβατούν μεταξύ παθογένειας και παράνοιας. Όλοι, όμως, έχουμε μερικά θέματα να λύσουμε που προέρχονται από το σπίτι και μπορούμε να τα μεταδώσουμε στο/στα παιδί/παιδιά μας. Γι’ αυτό καλό θα ήταν να κάνουμε όλοι μια ψυχοθεραπεία πριν φέρουμε στον κόσμο μια αθώα ψυχή. Ο τρόπος που μας μεγάλωσαν οι γονείς μας, δεν είναι απαραίτητα σωστός. Ας το έχουμε κι αυτό κατά νου.

Συντάκτης: Πετρούλα Γιαννακοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου