Θέλουν να τους θέλουν, θέλουν να καίγονται από το πάθος τους γι’ αυτούς και να υπάρχουν μόνο για εκείνους, να επιδιώκουν καθημερινά συνάντηση, να τους δείχνουν συνέχεια τα συναισθήματά τους, να τους ποθούν ταμάλα και να το βλέπουν. Εκείνοι, όμως, να μην καίγονται και τόσο, απλώς να είναι μία από τις εναλλακτικές τους.

Να μπορούν να βγουν όποτε έχουν χρόνο κι αν έχουν όρεξη να διαθέσουν σ’ αυτό το άτομο κανένα βραδάκι- διαφορετικά να μην τους ζαλίζει. Να έχουν την ελευθερία να φλερτάρουν και μ’ άλλους γιατί -άνθρωποι είναι- μπορεί να βρουν κάτι καλύτερο και να θέλουν ν’ αφήσουν αυτό που έχουν. Δεν είναι ότι έχουν υπογράψει και συμβόλαιο μαζί με τον ερωτευμένο βλάκα τους! Ωστόσο, είναι αδιαπραγμάτευτο να είναι όντως ερωτευμένος μαζί τους. Όχι όμως να τον ερωτευτούν κι αυτοί. Πόσο πιο ξεκάθαρο απ’ αυτό; Βέβαια, θα ήταν τιμιότερο αν αναλύαμε την περίπτωση να έχουν ενημερώσει και τον άλλον άνθρωπο σχετικά μ’ αυτή τους τη σκέψη. Συνήθως όμως, η τακτική αυτή γίνεται είτε υπό άρνηση, είτε εσκεμμένα μονομερώς.

 

 

Όλο αυτό φανερώνει κάτι παραπάνω από μια απλή ανάγκη για επιβεβαίωση και προσοχή, μια ανάγκη να σ’ αγαπούν και να σε αποδέχονται. Φανερώνει έναν άνθρωπο που δεν είναι καλά με τον εαυτό του, δεν έχει συμβαδίσει με τον χαρακτήρα του κι αναζητά το βάθρο του, από το οποίο θα είναι κι ακλόνητος για να μη σκονιστούν τα παπούτσια του. Δεν είναι σίγουρος ποτέ για τον άνθρωπο με τον οποίο συνάπτει κάποια σχέση, ή επιδιώκει μια γνωριμία, αφού δεν μπορεί να νιώσει σίγουρος για τον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να καθορίσει τα συναισθήματα και τις επιδιώξεις του.

Να τους κυνηγούν και να μην ενδίδουν λοιπόν, αλλά ούτε και να απορρίπτουν. Να θέλουν, απλώς πάντα λιγότερο. Κι όταν θα δηλώσουν αυτή τους την απόσταση με τον τρόπο τους, θα εννοούν κάθε λέξη τους, γιατί έχουν χτίσει χρόνια αυτή τη μη διαθεσιμότητά τους. Είναι απλό: θέλουν να τους θέλουν πολύ και πολλοί. Θέλουν να μπορούν να έχουν το «πάνω χέρι», ν’ ανάψουν φωτιές, να εγείρουν συναισθήματα και μετά -αν τους κάτσουν λιγάκι βαριά- εκ του ασφαλούς να τ’ αφήσουν όλα στο κενό και να μην ανοίξει ρουθούνι, αφού φρόντισαν να μην εμπλακούν τόσο για να δημιουργηθεί αίσθημα απώλειας. Η σχέση τους κρατάει ως εκεί που δε θα τους «υποχρεώσει» να επενδύσουν κι εκείνοι συναισθηματικά.

Περίεργα όντα είμαστε οι άνθρωποι. Προτιμούμε να μείνουμε για πάντα σε απόσταση, από το να παραδεχθούμε ότι μας αρέσει η επαφή και το μοίρασμα. Σαφέστατα μέσα μας το ξέρουμε. Βλέπουμε την αλλαγή, τη νιώθουμε να συμβαίνει. Καταλαβαίνουμε ότι με όσους και να φλερτάρουμε, ένας είναι που μας νοιάζει κάπως παραπάνω και σ’ αυτόν ακριβώς τον ένα είναι που θα δηλώνουμε καθημερινώς κι αδιαλείπτως ότι δεν είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι. Λες και το συναίσθημα θα μας χτυπήσει ευγενικά την πόρτα και θα μας ρωτήσει πρώτα αν του επιτρέπουμε να μπει στη ζωή μας και να την αναστατώσει.

Ποιος δεν προτιμά, βέβαια, να τον θέλουν αντί να τους θέλει, να τον ψάχνουν και να εξαφανίζεται, να δημιουργεί συναισθήματα αλλά να μη νιώθει ο ίδιος- άρα και να μην εκτίθεται, να μην κάνει λάθη, να μην υποχωρεί, να μη διαπραγματεύεται, να μην ξεκολλάει. Κι ας πληγώσουν. Αρκεί να μην είναι εκείνοι που θα πληγωθούν.

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου