Αν μπορούσα να παγώσω το χρόνο στην πιο ευτυχισμένη και ανέμελη περίοδο της ζωής μου, θα διάλεγα τα παιδικά μου χρόνια.

Χρόνια γεμάτα ζάχαρη και μυρωδάτες σπιτικές λεμονάδες.

Τότε που το μόνο πράγμα που μας ένοιαζε ήταν πότε θα κατέβουμε στη γειτονιά, να συναντήσουμε τους φίλους μας και να γεμίσουμε τα παπούτσια μας με λάσπες.

Που όταν ακούγαμε κάποιο αστείο ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια και ήταν από καρδιάς.

Τα αξέχαστα εκείνα τα πάρτι στην ταράτσα της πολυκατοικίας που δώσαμε τα πρώτα φιλιά.

Η ανυπομονησία πότε θα έρθει η ώρα για τα μπλουζ με το άγχος ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μας, αν «εκείνος» θα μας ζητήσει να χορέψουμε.

Τότε που δεν υπήρχαν κινητά αλλά ήμασταν τυπικοί στα ραντεβού μας.

Τα κυριακάτικα τραπέζια, που η μητέρα σου έβαζε πάντα το μεγαλύτερο κομμάτι πάστα φλώρα.

Που μαλώναμε με τους φίλους μας και τα ξαναβρίσκαμε χωρίς εγωισμούς, που είχαμε ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μας κάθε φορά που τους βλέπαμε.

Μα ήρθε ο χρόνος και αμείλικτος έφερε την αλλαγή.

Οι γονείς μας, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας, μας μίλησαν για τη ζωή.

Στόχος πια ήταν να γίνουμεχρήσιμοι πολίτες για την κοινωνία.

Και τους ακούσαμε, τους εμπιστευτήκαμε γιατί εκείνοι ήταν τα πρότυπα μας, προχωρήσαμε με οδηγό τις πολύτιμες συμβουλές τους και βγήκαμε να αντιμετωπίσουμε τη ζωή.

Ξεκινήσαμε το δικό μας ταξίδι, κυνηγήσαμε τα όνειρα μας, πέσαμε, σηκωθήκαμε και απογοητευτήκαμε πολλές φορές γιατί βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε.

Νομίζαμε με αφέλεια, πως οι άνθρωποι θα ήταν όπως εκείνα τα δεκάχρονα φιλαράκια μας, που ξεχείλιζαν αλήθεια μέσα από τα παιδικά τους μάτια.

Γίναμε όλα όσα δεν θέλαμε ποτέ να γίνουμε.

Χάσαμε τον αυθορμητισμό μας και την αθωότητα μας, γιατί βρέθηκαν κάποιοι στην ζωή μας και μας τα πήραν ετσιθελικά.

Πέσαμε με τα μούτρα στην τεχνολογία γιατί αυτό επιτάσσει η σύγχρονη κοινωνία.

Ξεχάσαμε τις αρχές και τις αξίες μας.

Είδαμε πως στο όνομα του χρήματος γίνονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα, αλλά εθελοτυφλήσαμε γιατί έτσι μας βολεύει.

Έτσι έπρεπε να γίνει, σε έναν κόσμο που το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, που επιβιώνει ο σκληρός, αυτός που έχει καταφέρει να μην νιώθει ίχνος συμπόνιας και ντροπής.

Σταματήσαμε να κοιτάμε τους ανθρώπους στα μάτια.

Τώρα σημασία έχει η τσέπη, το πολυπόθητο κοινωνικό στάτους, και το ακριβό Armani κοστούμι.

Αντικαταστήσαμε το χαμόγελο μας με ανθρωπάκια που μειδιούν.

Ο έρωτας έγινε ένα like και μερικά μεθυσμένα τηλέφωνα.

Βυθιστήκαμε σε λήθαργο.

Κι αν τύχει να συναντήσουμε ανθρώπους που έχουν κρατήσει κάτι από τα παλιά, μας φαίνεται παράξενο γιατί ξεχάσαμε πως είναι να είσαι ο εαυτός σου.

Καθημερινά βλέπουμε δίπλα μας άτομα που έχουν χάσει τα πάντα, ηλικιωμένους που είδαν τους κόπους τόσων χρόνων να γίνονται στάχτη και ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί.

Παιδιά που δεν έχουν να φάνε, δεν έχουν ρούχα να φορέσουν. Σπίτι τους είναι ο δρόμος.

Όλοι αυτοί ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι όπως εμείς, με όνειρα και ελπίδες.

Και αναρωτιέμαι, μήπως είναι καιρός να σταματήσουμε αυτή τη γκρίνια;

Να αφήσουμε τη μιζέρια και να χαρούμε με ό,τι έχουμε;

Να ξαναγίνουμε και πάλι παιδιά για λίγο, να φορέσουμε το πιο όμορφο χαμόγελο μας και να πούμε ένα «ευχαριστώ» που εμείς είμαστε ακόμη όρθιοι.

Δεν είναι εύκολο το ξέρω, όλοι παλεύουμε και δίνουμε τη μάχη μας.

Άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο πέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε, απογοητευόμαστε μα δεν το βάζουμε κάτω.

Κι όλες εκείνες τις φορές που σταθήκαμε αχάριστοι για όσα μας δόθηκαν απλόχερα, ο παιδικός μας εαυτός λούφαξε σε μια γωνιά απογοητευμένος που τον αρνηθήκαμε.

Βάλε λοιπόν τα παλιά σου παπούτσια κι άσε το κινητό στο σπίτι.

Βγες έξω, και μύρισε το καλοκαίρι όπως τότε που μετρούσες τα παγωτά και τις βουτιές σου.

Άσε την πολλή σοβαρότητα για τους άλλους, εκείνους που δεν έμαθαν ποτέ την ομορφιά του να μένεις για πάντα παιδί.

Θα είναι το μυστικό μας, και θα το φυλάξουμε κάτω από τα παιχνίδια που κρατάμε ακόμα στην ντουλάπα.

Συντάκτης: Αγγελική Μαρμαγκιώλη