Αναζητούμε καθημερινά την ευτυχία, όπως οι μέλισσες αναζητούν την άνοιξη τη γύρη. Την χρειαζόμαστε, για να κάνουμε το δικό μας μέλι, να χτίσουμε μία γλυκιά ζωή. Παρ’ όλα αυτά, μερικές φορές, όταν τελικά την βρούμε, τρέχουμε σαν κυνηγημένοι να ξεφύγουμε από αυτή.

Μήπως μάθαμε, εν τέλει, μόνο να την επιδιώκουμε, αλλά όχι και πώς να την διαχειριζόμαστε;

Η αυτοκαταστροφή του ανθρώπου είναι αυτό ακριβώς το ακαταμάχητα ρομαντικό, ευαίσθητο, σημείο του που τον κάνει άνθρωπο. Έχουμε μάθει να παλεύουμε σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, κι η μπουνάτσα δεν είναι κάτι μου μας ικανοποιεί. Αφήνουμε ανθρώπους που μας προσφέρουν αυτήν την πολυπόθητη ήρεμη κι ατάραχη ευτυχία, για ανθρώπους που μας προσφέρουν μία ολέθρια –γεμάτη ένταση κι υπερβολές– δυστυχία.

Γιατί, πολύ απλά, μας είναι πιο δύσκολο να αποδεχτούμε ότι αυτό που ψάχναμε βρέθηκε, πως τα ταξίδι της αναζήτησης τελείωσε. Όπως ακριβώς διαβάζουμε ένα βιβλίο, έτσι ακριβώς είναι κι η ζωή μας. Προτιμούμε την περιπέτεια και την αγωνία που μας χαρίζεται στη μέση του βιβλίου, παρά το χαρούμενο τέλος των τελευταίων σελίδων.

Και το ερώτημα είναι: Πιστεύουμε πως δεν αξίζουμε την ευτυχία ή απλώς θέλουμε να συνεχίσουμε αυτό το δύσκολο ταξίδι της αναζήτησης, κι αρνούμαστε πως η ιστορία αυτή έχει τελειώσει; Η απάντηση είναι απλή. Αν δεν πιστεύαμε πως αξίζουμε την ευτυχία δε θα ξεκινούσαμε ποτέ να την αναζητούμε. Απλώς στην πορεία, για σκεφτείτε το, όλοι μας ερωτευτήκαμε τις δύσκολες στιγμές. Τις στιγμές των αμέτρητων δακρύων απογοήτευσης, τις στιγμές που οι προσδοκίες μας θρυμματιζόταν σε χίλια κομμάτια, τις πιο δυσβάσταχτες στιγμές μας. Εκείνες μας όρισαν, εκείνες μας έχτισαν κι εκείνες μας έκαναν πιο δυνατούς.

Η λύση σε όλο αυτό το παράλογο της αυτοκαταστροφής είναι η αποδοχή. Η αποδοχή ότι η μάχη τελείωσε, και μπορούμε να απολαύσουμε τα κεκτημένα. Η αποδοχή του ίδιου μας του εαυτού και της ικανότητάς του να το ζήσει όλο αυτό. Θέλει θάρρος –ίσως και θράσος– για να ζήσουμε το τέλος του παραμυθιού, γιατί μέσα στις τόσες δυσκολίες που περάσαμε για να φτάσουμε εδώ, τελικά αυτό είναι το πιο δύσκολο μέρος.

Πρέπει να εκτιμήσουμε τους ανθρώπους που μας έδωσαν αυτό το όμορφο τέλος, τους ανθρώπους που μας έμαθαν πώς δε μοιάζουν τα όμορφα τέλη, τους ανθρώπους που έμειναν δίπλα μας σε όλη τη διαδρομή κι όσους δείλιασαν να μείνουν, δίνοντας μεγαλύτερη αξία στους πρώτους.

Όσο και να αγαπάμε αυτήν την αυτοκαταστροφή, όσο και να πείθουμε τον εαυτό μας ότι μόνο έτσι μπορούμε να νιώσουμε αληθινά ζωντανοί, όλοι χρειαζόμαστε κάποιον να μας ξεκουράσει, να μας προσφέρει αυτή την τάχα βαρετή, καθαρή κι ήσυχη ευτυχία.

Αν συνεχίσουμε να διώχνουμε την ευτυχία, τότε δε θα μείνει τίποτα για να παλέψουμε. Ούτε καν ο ίδιος μας ο εαυτός, η ελπίδα που είχαμε στην αρχή κι αυτή η παιδική αφέλεια πως όλα μπορούν να γίνουν.

Κάτι τελευταίο για όλους τους μαχητές εκεί έξω, για όλους τους καλλιτέχνες που ζούνε μόνο μέσα στη δυστυχία τους ευτυχισμένοι, που έχουν μάθει να ζουν για να ελπίζουν κι όχι να ελπίζουν για να ζουν: Ακόμα κι αν η μάχη της αναζήτησης σταματήσει, ξεκινάει μία μεγαλύτερη, εκείνη της διατήρησης και της εκτίμησης.

Πάντα υπάρχει κάτι για να παλεύεις, αρκεί να μάθεις πότε έχεις κερδίσει και πότε ξαναγυρνάς σε μια μάχη άσκοπη.

 

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη