Γράφει η Έλενα Κ.

 

Δε θα σε κατηγορήσω. Δεν είμαι εδώ για να σε «ξεβολέψω» ούτε για «αντίποινα», όπως θρασύτατα μου είπες. Είμαι εδώ για να κάνω έναν μικρό απολογισμό.

Ένα «ευχαριστώ», λοιπόν… Ευχαριστώ που με ξενέρωσες εγκαίρως. Ήσουν αυτό που ήθελα, από πολλές απόψεις. Και θα τα ‘τρωγα τα μούτρα μου μαζί σου, το έβλεπα. Ευχαριστώ που κράτησες αποστάσεις.

Μια συγγνώμη. Ναι, συγγνώμη για τα μούτρα και την γκρίνια. Ξέρεις καλά, δε σου θύμωνα για πολύ. Δεν μπορούσα. Ήταν μεγαλύτερη η αδυναμία που σου είχα απ’ τον θυμό μου. Όμως, ξέρεις, όσα κρατούσα μέσα μου για να μη σε στενοχωρήσω έγιναν σύντομα απογοήτευση. Κι η απογοήτευση ήταν ένα συναίσθημα που μου το έτρεφες καθημερινά ώσπου μεγάλωσε τόσο πολύ που με κατάπιε.

Απογοήτευση. Για εκείνο το μήνυμα που περίμενα και ποτέ δεν ερχόταν. Για εκείνη την έκπληξη που αγωνιούσα και ποτέ δε μου έκανες. Για τον παραπάνω χρόνο που πάντα διεκδικούσα και σπάνια μου αφιέρωνες. Για εκείνη την αγκαλιά, που με έκλεινες μέσα και με κρατούσες, λες και φοβόσουν μη σου φύγω κ με χάσεις. Για φαντάσου!

«Δε φεύγω για παλικαρία, αλλά που μου ’πεσε βαριά, μες στον παράδεισο η τόση προδοσία». Για τον τρόπο που σε κοίταζα –βαθιά κι επίμονα μέσα στα μάτια– μήπως και καταλάβεις όσα δεν μπορούσα να σου πω. Και με ρωτούσες: «Τι έκανα;» . Τι ειρωνεία!

Για τα βράδια, που σε κοιτούσα να κοιμάσαι κι ένιωθα ευλογημένη να σ’ έχω δίπλα μου. Για τα εκείνα τα πρωινά, που ξυπνούσα πάντοτε νωρίτερα για να σε γεμίσω χάδια, να σου φτιάξω καφέ και να σου δώσω ένα φιλί πριν τη δουλειά.  Για εκείνες τις Κυριακές, τις δικές μας Κυριακές, που έδιναν νόημα σε όλη μου την εβδομάδα.

Για εκείνα τα εκτεθειμένα –και θιγμένα– συναισθήματα. Σε βλέμματα, σε χάδια δίχως ανταπόκριση, σε αναπάντητα μηνύματα. Και για εκείνα τα βράδια, τα μοναχικά. Εκείνα τα βράδια που σε περίμενα, που δεν ήρθες ποτέ. Δεν ξέρεις πόσο με πλήγωναν εκείνα. Δε στο είπα ποτέ…

Παίρνω την αξιοπρέπειά μου και φεύγω, λοιπόν. Όσο κ αν με πονάει, γνωρίζω καλά πως κανένας δε νιώθει «κατά παραγγελία». Και δε μου αξίζει κιόλας. Δε μου αξίζει γιατί δεν κατάλαβες ποτέ όσα σου είπα -πόσο μάλλον αυτά που δε σου είπα.

Έρωτας είναι να λαχταράς, να ποθείς, να τρελαίνεσαι. Αν δεν τρελαίνεσαι, να το χέσω, φίλε μου. Για να κατακτήσεις απέραντους ωκεανούς, πρέπει να ’χεις το θάρρος να απαρνηθείς τη σίγουρη στεριά σου. Εσύ, κάτσε να πλατσουρίζεις στα ασφαλή νερά που πατώνεις. Δειλέ.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη