Είμαστε τόσο διαφορετικοί και προσπαθώ μετά μανίας να αποφασίσω αν αυτό είναι κάτι που λατρεύω ή απεχθάνομαι. Μας θυμάμαι τις πρώτες ημέρες, τότε που ακόμα δεν ξέραμε πολλά ο ένας για τον άλλον, να καθόμαστε σε απέναντι καρέκλες και να συζητάμε. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, «συζήτηση». Είμαι σχεδόν σίγουρος πως αν τύχαινε κάποιος να μας βλέπει από μακριά ίσως να γελούσε ή ίσως του φαινόμασταν αλλόκοτος συνδυασμός. Κι αυτό γιατί η κουβέντα που κάναμε ήταν σχεδόν μονόπλευρη. Εσύ να προσφέρεις λέξεις ακατάπαυστα, εμπλουτίζοντάς τες με χρώματα κι εντάσεις, κι εγώ να κάθομαι στην απέναντι καρέκλα και να σε παρατηρώ, συμβάλλοντας πού και πού με κάποια μονολεκτική απάντηση ή με ένα επιφώνημα. Εσύ ο ορισμός του ανοιχτού βιβλίου κι εγώ η έννοια του κλειστού.

Θα είμαι ειλικρινής, αυτό ήταν που με τράβηξε σε σένα με τόση δύναμη εξαρχής. Ο τρόπος που τα μάτια σου έμοιαζαν να μεγαλώνουν κάθε φορά που προσπαθούσες να θυμηθείς μερικές ακόμη λεπτομέρειες για να διηγηθείς ένα περιστατικό. Το πόσο παράξενη και ιδιαίτερη μου φαινόνταν η ανάγκη σου να μου μεταφέρεις όχι μόνο το τι σου είπε κάποιος στη δουλειά, αλλά και πόση ένταση είχε η φωνή του, κι αν το ηχόχρωμά της άφηνε θετική ή αρνητική επίγευση. Μου έκανε εντύπωση το πώς παρατηρούσες τις λεπτομέρειες και τους έδινες τη δική σου ερμηνεία. Αν σου μιλούσε ας πούμε απότομα κάποιος που φορούσε γκρι μπλουζάκι, έλεγες πως ήταν λογικό. Πως δεν είχε φροντίσει να ανεβάσει τη διάθεσή του, άρα δε σου έκανε εντύπωση και τον αντιμετώπιζες με χαμόγελο. Αν πάλι έκανε το ίδιο κάποιος με γαλάζιο, έλεγες πως μάλλον κάτι θα του έτυχε πριν έρθει σε εσένα, αφού για να κάνει αυτήν την επιλογή πάει να πει πως είχε καλή διάθεση πριν βγει από την πόρτα του. Μου άλλαξες τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη λέξη «θετικότητα».

Θυμάμαι κάποια στιγμή που μου είχες αναφέρει πως και σε εμένα κάτι αντίστοιχο σε είχε τραβήξει. Η διαφορετικότητα. Το πώς σου έδινα μόνο όσες πληροφορίες ήταν απαραίτητες και άφηνα έτσι χώρο στη φαντασία σου να συμπληρώσει τα κενά. Το πώς σου επέτρεπα να αποφασίσεις μόνη σου αν φόραγε ο πελάτης που μου μίλησε απότομα γκρι ή γαλάζιο μπλουζάκι, αφού εγώ ούτε που θα το είχα παρατηρήσει, ή ακόμη κι αν το είχα δε θα σκεφτόμουν πως έχει νόημα να στο αναφέρω.

Να ξέρεις πως λίγο μπερδεύομαι. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να σου αρέσει κάτι που κρεμάει την ταμπέλα του αντικοινωνικού, ούτε πώς γίνεται να μη βαριέσαι τις στιγμές που κλείνομαι στο καβούκι μου. Δεν ξέρω πώς δε θυμώνεις όταν με ρωτάς κάτι και το αποφεύγω, ούτε πώς δε με βρίζεις κάθε φορά που απαντάω με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» σε μήνυμα που σου πήρε χαλαρά δέκα λεπτά για να γράψεις. Γενικά, δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί δε μας καταπίνει η διαφορετικότητα κι αυτό με τρομάζει.

Φοβάμαι πως ίσως ξυπνήσουμε ένα πρωί, με ρωτήσεις πώς κοιμήθηκα κι ενοχληθείς που θα απαντήσω ένα ξερό «καλά» ενώ με είχες δει να στριφογυρνάω το βράδυ ανάμεσα στα παπλώματα. Αγχώνομαι μήπως κάτσουμε ένα απόγευμα να πιούμε τον καφέ μας και με πιάσω να επιζητώ δέκα λεπτά ηρεμίας, χωρίς τον ήχο κάποιας φωνής να μου λέει για μπλουζάκια και χρώματα. Γιατί αν αυτό γίνει, θα σημάνει τους τίτλους τέλους μας.

Μέχρι να έρθει όμως εκείνη η ώρα μένουμε εδώ. Να βρίσκουμε ισορροπίες και να μαθαίνουμε πώς να γράφουμε την ιστορία μας ταυτόχρονα σε ανοιχτά και κλειστά βιβλία. Μένουμε εδώ, να λέμε «σ’ αγαπώ» κάποιες φορές με δύο λέξεις και κάποιες με αρκετές για να γεμίσουμε σελίδες ολόκληρες.