Your stories από την Άννα

 

Θα σου ‘λεγα να φτιάξεις καφέ να στα πω, αλλά καλύτερα απλώς να κάτσεις σε μια καρέκλα, μη μου σωριαστείς και τρέχουμε. Ήρθε η ώρα να σου δώσω το μεγαλύτερο παράδειγμα προς αποφυγήν που μπορεί να δώσει άνθρωπος. Να που αυτό που λένε το «λάθη είμαστε ανθρώπους κάνουμε» κάποιες φορές είναι αλήθεια. Και σε περιπτώσεις σαν κι αυτή, αποδίδεται κυρίως στην έλλειψη αυτοπεποίθησης και στην ανάγκη για συντροφιά. Ανάσα, λοιπόν και πάμε.

Μου ήρθε, που λες, ένα καλοκαίρι, να μην κάνω διακοπές, αλλά να δουλέψω σεζόν σε ένα ξενοδοχείο. Φοιτήτρια ήμουν κι εγώ, έβλεπα τόσους και τόσους στους κύκλους μου να το κάνουν, δεν άντεξα, το δοκίμασα. Μπήκα λοιπόν στα καλά καθούμενα μέσα σε μία κοινότητα η οποία ήταν τόσο έξω απ’ τα νερά μου που κόντευα να χάσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Να σημειωθεί ότι βρισκόμουν σε φάση τρίχρονης ξηρασίας στον ερωτικό τομέα και ηλικιακά σε μια περίοδο που οι ορμόνες έβραζαν μέσα μου- δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος για να ρίξει τα στάνταρ του και να μπλέξει.

Δεν είχα κλείσει, λοιπόν, ούτε μήνα στη δουλειά, όταν μια μέρα έφεραν έναν σερβιτόρο που δεν είχα ξαναδεί στο μπαρ δίπλα στο πόστο μου. Και να τα γέλια, και να τα πειράγματα και να τα χαμόγελα, και να οι συζητήσεις στα κρυφά. Την ίδια μέρα, όταν σχολούσα, τον πέτυχα πάλι τυχαία κοντά στη ρεσεψιόν. Έκοβε κάτι λουλούδια για το εστιατόριο και μου προσέφερε ένα. Ξανά, πολύ θέλει ο άνθρωπος; Για να μην τα πολυλογώ, τον σκεφτόμουν όλη μέρα.

Όχι, ωραίο δεν τον λες. Μου έριχνε μια δεκαετία και δεν είχε ούτε ένα χαρακτηριστικό που να μου αρέσει. Αλλά θυμίζω την ξηρασία και θυμίζω και το μικρό περιβάλλον στο οποίο δούλευα (καθώς και το γεγονός ότι ήμουν σπίτι-δουλειά τόσους μήνες). Έτσι, λοιπόν, κάποια μέρα, αφού είχα σχολάσει και τριγυρνούσα στους διαδρόμους, τον πετυχαίνω έξω απ’ το δωμάτιό του, πιάνουμε την κουβέντα, μου λέει πέρνα μέσα μη στέκεσαι εδώ, μπαίνω και τσουπ! Να το το πρώτο το φιλί.

Για να μην το κουράζουμε, για τις επόμενες 2-3 βδομάδες όλα ήταν υπέροχα. Βγαίναμε, έμενα σ’ αυτόν, ζούσαμε έναν παράξενο έρωτα, και στο ξενοδοχείο δεν ήξερε τίποτα κανείς. Εκτός από όλους τους υπαλλήλους, γιατί -ας μην κρυβόμαστε- χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει. Να σου, όμως, που από το πουθενά χαλάει το γλυκό και μου το τελειώνει. Και ‘γω σαν την τρελή να ψάχνω να βρω τι έκανα, να προσπαθώ να το διορθώσω, μπας και σώσω εκείνο το summer love που νόμιζα -η καημένη- ότι βρήκα. Όπως καταλαβαίνεις, μετά από αυτό μπήκαμε σε μία on-off κατάσταση για κάνα μήνα, με εμένα να παραληρώ κι εκείνον να μη δίνει την παραμικρή σημασία στο ότι εγώ καιγόμουν χωρίς λόγο κι αιτία. Το προσπέρασα, όμως και συνέχισα να πολιορκώ έναν άνθρωπο που είχα ήδη -θεωρητικά- χτυπήσει και που, στην τελική, δεν άξιζε καμία πολιορκία. Τόσα ήξερα, όμως, τότε.

Μέσα Αυγούστου ήταν όταν τον απέλυσαν. Είχε μπλέξει σε κάποια φασαρία και ούτε θυμάμαι τι έγινε και γιατί. Το έμαθα από αλλού, να σημειωθεί, και με το που έφυγε εγώ έχασα κάθε επαφή μαζί του. Μέχρι που, ένα απόγευμα, σε κάποιο ρεπό μου, με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα υγείας και έπρεπε επειγόντως να πάει Αθήνα, αλλά δεν του είχαν βάλει ακόμα τα λεφτά από τη δουλειά και δεν είχε φράγκο. Φαντάζομαι καταλαβαίνεις τι έκανα. Ναι, ακόμα δε μου τα έχει επιστρέψει.

Ξεπερνάει, λοιπόν, ό,τι ήταν αυτό που είχε -ποτέ δεν έμαθα, αμφιβάλλω ότι είχε και κάτι- και επιστρέφει, αυτή τη φορά ευγνώμων που τον βοήθησα σε μια δύσκολη στιγμή και με όλη την καλή διάθεση να κάνουμε ξανά παρέα και να γνωριστούμε καλύτερα. Ταυτόχρονα, όμως, να θυμίσω ότι ήταν απολυμένος και σε αναζήτηση δουλειάς, πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχε να νοικιάσει σπίτι (μέχρι τότε έμενε στο ξενοδοχείο κι αφότου απολύθηκε σε διάφορους φίλους του) και με το ζόρι την έβγαζε. Ντρέπομαι που το γράφω, αλλά τον σπίτωσα. Και τον τάιζα και τον χαρτζιλίκωνα και το έκρυβα κι από τους γονείς μου. Το λογαριασμό τον έχασα, μη με ρωτήσεις καν. Κι αν σκέφτεσαι το πόσο κράτησε όλη αυτή η ιστορία, θα σου πω ένα δίμηνο, κόβοντας κάποιες μέρες. Τα λεφτά της δουλειάς μου δεν τα χάρηκα, φιλαράκι μου. Τόσο άσχημα.

Μέσα σε όλο εκείνο το διάστημα, εν τω μεταξύ, εγώ είχα προσέξει διάφορα για το χαρακτήρα του που δεν είχα παρατηρήσει προηγουμένως. Ο τύπος έπινε χωρίς σταματημό, από το απογευματάκι και μετά, χωρίς να χάνει μέρα. Ταυτόχρονα, πολλές φορές έφευγε από το σπίτι, για να βγει με φίλους του, και όταν μιλάγαμε στο τηλέφωνο ήταν τόσο χώμα που δεn μπορούσα να εξηγήσω πώς έγινε έτσι μόνο απ’ τα ποτά. Κάτι βρώμαγε στην όλη κατάσταση κι εγώ αρνιόμουν κατηγορηματικά να το παραδεχτώ.

Το κερασάκι στην τούρτα, όμως, δεν στο έχω πει ακόμα. Όλον τον καιρό που έμενε στο σπίτι μου, ούτε που με είχε αγγίξει. Μάλιστα, μιλούσε και με άλλες -κι άλλους- και πολλές φορές μου ζήταγε και τη γνώμη μου. Ήταν τόσο αηδιαστικό το όλο σκηνικό, που θέλω να φτιάξω μια χρονομηχανή μόνο και μόνο για να πάω σε εκείνη την περίοδο της ζωής μου και να βαρέσω τον εαυτό μου. Κάπου έλεος, δηλαδή!

Το πώς βρήκα το κουράγιο και τον έστειλα στο καλό, ούτε εγώ δεν ξέρω. Είχα χάσει τον εαυτό μου σ’ αυτήν την ιστορία, είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Είχα φτάσει στο σημείο να μην έχω να φάω, να τρώω σε σπίτια φίλων μου. Είχα φτάσει να κλαίω για τα δικά του προβλήματα, να παρατάω τη σχολή μου, να τσακώνομαι με τους γονείς και τους φίλους μου. Είχα γίνει ένα τέρας, αλήθεια και το γεγονός ότι βγήκα από αυτήν την ιστορία αποτελεί ένα θαύμα στα μάτια μου. Τυφλώθηκα, βρε παιδί, μου πώς το λένε; Δεν έβλεπα τι μου συνέβαινε. Γι’ αυτό, από τότε δίνω μεγαλύτερη βάση σε ό,τι με συμβουλεύουν οι δικοί μου άνθρωποι. Δεν ξέρουμε πάντα εμείς το καλύτερο για τον εαυτό μας απ’ ό,τι φαίνεται.

 

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου