Δύο αντίθετοι κόσμοι. Αυτό είμαστε και να που τώρα προσπαθώ μετά μανίας να αποφασίσω αν αυτό είναι κάτι που λατρεύω ή απεχθάνομαι. Μας θυμάμαι τόσο χαρακτηριστικά τις πρώτες ημέρες, εκεί που ακόμα δεν ξέραμε πολλά ο ένας για τον άλλον, να καθόμαστε σε απέναντι καρέκλες και να συζητάμε. Τρόπος του λέγειν δηλαδή η λέξη «συζήτηση». Είμαι σχεδόν σίγουρος πως αν τύχαινε κάποιος να μας κοιτάει από μακριά ίσως να γέλαγε λιγάκι, ή ίσως να του φαινόμασταν αλλόκοτος συνδυασμός. Κι αυτό γιατί η κουβέντα που κάναμε ήταν σχεδόν μονόπλευρη. Εσύ να προσφέρεις λέξεις ακατάπαυστα, εμπλουτίζοντάς τες μάλιστα με χρώματα κι εντάσεις κι εγώ να κάθομαι στην απέναντι καρέκλα να σε παρατηρώ, συμβάλλοντας πού και πού με κάποια μονολεκτική απάντηση ή με ένα επιφώνημα. Εσύ ο ορισμός του ανοιχτού βιβλίου κι εγώ προσωποποιημένη η έννοια του κλειστού.

Θα είμαι ειλικρινής, αυτό ήταν που με τράβηξε πάνω σου με τόση δύναμη εξαρχής. Ο τρόπος που τα μάτια σου έμοιαζαν να μεγαλώνουν λίγο κάθε φορά που προσπαθούσες να θυμηθείς μερικές ακόμη λεπτομέρειες για να διηγηθείς κάθε περιστατικό. Το πόσο παράξενη μα και ιδιαίτερη μου φαινόνταν η ανάγκη σου να μου μεταφέρεις όχι μόνο τι σου είπε κάποιος στη δουλειά, αλλά και πόση ένταση είχε η φωνή του κι αν το ηχόχρωμά της άφηνε θετική ή αρνητική επίγευση. Μου έκανε εντύπωση το πώς παρατηρούσες τις μικρές λεπτομέρειες και τους έδινες μια δική σου ερμηνεία. Αν σου μίλαγε ας πούμε απότομα κάποιος που φορούσε γκρι μπλουζάκι, έλεγες πως ήταν λογικό. Πως δεν είχε φροντίσει να ανεβάσει τη διάθεσή του, άρα δε σου έκανε εντύπωση και τον αντιμετώπιζες με χαμόγελο. Αν πάλι έκανε το ίδιο κάποιος με γαλάζιο, τότε έλεγες πως μάλλον κάτι θα του έτυχε πριν έρθει σε εσένα, αφού για να κάνει αυτήν την επιλογή πάει να πει πως είχε καλή διάθεση πριν βγει από την πόρτα του. Μου άλλαξες τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη λέξη «θετικότητα».

 

 

Θυμάμαι κάποια στιγμή, κανένα μήνα πίσω, που μου είχες αναφέρει πως και σ’ εμένα κάτι αντίστοιχο σε είχε τραβήξει. Η διαφορετικότητα. Το πώς σου έδινα μόνο όσες πληροφορίες ήταν απαραίτητες κι άφηνα έτσι χώρο στη φαντασία σου για να συμπληρώσει τα κενά. Οι λίγες μου λέξεις. Το πώς σου επέτρεπα να αποφασίσεις μόνη σου αν φόραγε ο πελάτης που μου μίλησε απότομα γκρι ή γαλάζιο μπλουζάκι, αφού εγώ, ούτε που θα το είχα παρατηρήσει, ή ακόμη κι αν το είχα δε θα σκεφτόμουν καν πως έχει νόημα να στο αναφέρω.

Να ξέρεις όμως πως λίγο μπερδεύομαι. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να σου αρέσει κάτι που στα μάτια άλλον μου κρεμάει έτσι απλά την ταμπέλα του αντικοινωνικού, ούτε πώς γίνεται να μη βαριέσαι τις στιγμές που κλείνομαι στο καβούκι μου. Δεν ξέρω πώς δε θυμώνεις όταν με ρωτάς κάτι και το αποφεύγω, ούτε πώς δε με βρίζεις κάθε φορά που απαντάω με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» σε μήνυμα που σου πήρε χαλαρά δέκα λεπτά για να γράψεις. Γενικά, δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί δε μας καταπίνει η διαφορετικότητα κι αυτό λιγάκι με τρομάζει.

Φοβάμαι πως ίσως ξυπνήσουμε ένα πρωί, με ρωτήσεις πώς κοιμήθηκα κι ενοχληθείς που θα απαντήσω ένα ξερό «καλά» ενώ με είχες δει να στριφογυρνάω το βράδυ ανάμεσα στα παπλώματα. Αγχώνομαι μήπως κάτσουμε ένα απόγευμα να πιούμε τον καφέ μας και με πιάσω να επιζητώ δέκα λεπτά ηρεμίας, χωρίς τον ήχο κάποιας φωνής να μου λέει για μπλουζάκια και χρώματα. Γιατί αν αυτό γίνει, θα σημάνει τους τίτλους τέλους μας.

Μέχρι να έρθει όμως εκείνη η ώρα μένουμε εδώ. Να βρίσκουμε ισορροπίες ανάμεσά μας και να μαθαίνουμε πώς να γράφουμε την ιστορία μας ταυτόχρονα σε ανοιχτά και κλειστά βιβλία. Μένουμε εδώ, να λέμε «σ’ αγαπώ» κάποιες φορές με δύο λέξεις και κάποιες με αρκετές για να γεμίσουμε σελίδες ολόκληρες.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!