Γράφει ο Γιώργος Νικολάου.

 

Δε θυμάμαι ούτε εγώ πόσες φορές έκατσα και προσπάθησα να συντάξω αυτό το κείμενο και κάθε φορά τα παρατούσα. Το έσβηνα, το ξανάγραφα και στο τέλος το άφηνα εκεί. Βλέπεις, δεν ήθελα να πιστέψω ότι αυτό το σκηνικό είναι αλήθεια. Ήθελα να το αφήσω στο περιθώριο, μα κάθε μέρα μου τρώει τα σωθικά. Δεν μπορώ να το αποφύγω και λέω ας αφήσω όλα όσα έχω στο μυαλό πάνω σε αυτές τις γραμμές κι ας γυρίσω σελίδα. Θα στα πω όλα μία και έξω και μετά τέλος.

Σήμερα θα περάσεις τα σκαλιά της εκκλησίας με κάποιον άλλο. Όχι όπως το ονειρευόμουν εγώ στο μυαλό μου, αλλά λογικά εσύ θα είσαι χαρούμενη. Να σου πω ότι αυτό μου αρκεί; Μαλακία στο τετράγωνο. Ρε εσύ, όταν αγαπάς τον άλλο δε θέλεις απλά να τον βλέπεις χαρούμενο. Θέλεις να τον βλέπεις χαρούμενο μαζί σου!

Εδώ και καιρό δείχνεις ενθουσιασμένη και χαρούμενη. Αυτό είναι που με σκοτώνει. Χαρούμενη με κάποιον άλλο. Όχι με εμένα. Εσύ έχεις προχωρήσει. Όχι, όμως, εγώ. Εγώ είμαι εδώ «να προσπαθώ και να χαζεύω τις ώρες που λείπεις» -τα έλεγε ο Στόκας, μα δεν τον άκουγα.

Κόλλησα. Βασικά ποτέ δεν έφυγα. Μπορεί να πέρασαν πολλές μετά από εσένα, αλλά… Καμία σαν εσένα δυστυχώς. Ναι, την άλλη φορά που με ρώτησες αν «Αυτή είναι καλύτερη από εμένα; Την αγαπάς περισσότερο;» σου είπα ψέματα. Εσένα, μάτια μου, και μόνο εσένα αγάπησα στη ζωή μου πραγματικά και καμία άλλη. Μπορεί να μην το αντιλαμβανόμουν σε κάποια διαστήματα, αλλά την είδα την αλήθεια. Τώρα θα μου πεις τι μαλάκας είμαι και πως πληγώνω τις άλλες. Τις γούσταρα, δε λέω, ίσως και να τις ερωτεύτηκα, μα σαν εσένα καμιά. Εσένα σε αγάπησα.

Θυμάσαι τις προάλλες που σε είδα τυχαία; Μου είπες πως παντρεύεσαι κι έκανα πως ξαφνιάστηκα. Τι μαλάκας. Το ήξερα. Το ήξερα από καιρό, μα δε στο είπα. Έκανα πως δε με ενόχλησε. Να μην καταλάβεις πως μετά από έξι ολόκληρα χρόνια ακόμη η καρδιά μου είναι δική σου. Ήθελα να σε αγκαλιάσω, να σε ρωτήσω τι πας να κάνεις, μα θα ήταν μάταιο. Έλαμπαν τα μάτια σου για έναν άλλο. Μαχαίρι στην καρδιά κανονικό.

Ακόμη και όταν ήμασταν μαζί ήξερα κατά βάθος πως θα έρθει αυτή η μέρα. Θυμάσαι που σου έλεγα πως θα ακούμε το «πόσο μου έλειψε να λέμε καλημέρα» του Σαμπάνη; Να που είμαι εδώ. Έξι χρόνια μετά να το ακούω μόνος μου. Μου έλειψες, δεν το κρύβω. Γιατί να ντραπώ; Ντροπή είναι η αγάπη;

Απλά θέλω να ξέρεις πως σε αγαπάω ακόμη. Ποτέ δε σε ξέχασα πραγματικά. Πάντα ήσουν εδώ κι ας μην το παραδεχόμουν σε κανένα. Ξέρεις, πάντα είχα μια κρυφή ελπίδα πως ίσως κάποτε θα ήμασταν και πάλι μαζί. Όταν μεγαλώναμε, όταν θα ήμασταν πιο ώριμοι. Και να που μεγαλώσαμε. Εσύ αλλού κι εγώ εδώ. Πέθανε κι αυτή η ελπίδα κι είναι τόσο δύσκολο να το αντέξω.

Να προσέχεις τον εαυτό σου. Να τον έχεις ψηλά και πάντα να χαμογελάς. Πόσο μου αρέσει αυτό το χαμόγελο με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια… Να πουλάς ακριβά το τομάρι σου. Ξέρεις εσύ! Μη χαρίζεσαι σε κανένα.

Πέρασε η ώρα. Πρέπει να σε αφήσω. Έχεις μια εκκλησία να προλάβεις κι εγώ πρέπει να πάω στη δουλειά. Είπαμε αλλού εσύ, αλλού εγώ. Και πού ξέρεις, ίσως οι ψυχές μας μια μέρα να ξανασυναντηθούν. Και μη φοβάσαι για εμένα. Το ξέρω πως κατά βάθος σε νοιάζει ακόμη για το αν είμαι καλά. Πάντα θα βρίσκω κάτι να την παλεύω. Εξάλλου, εσύ πάντα πίστευες σε εμένα. Μου έλεγες πως θα πάω ψηλά…

Φεύγω τώρα. Πάω δουλειά. Πρέπει να σε δικαιώσω…

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη