Συναντώ συχνά ένα μη ευτυχισμένο, ένα μη χαρούμενο πρόσωπο να κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη. Είμαι εγώ; Είσαι εσύ; Μήπως είναι εκείνος, δε θα σου το αποκαλύψω. Ένα έχω να σου πω, πως αυτό το κοινό μας πρόσωπο, δεν εστιάζει βαθιά μες τα μάτια του, σ’ αυτό το άδειο, κενό του βλέμμα. Το αποφεύγει επίτηδες.

Βέβαια, δε γίνεται να μην προσέχει τα κατακόκκινα από το κλάμα ματιά. Έστω, αυτούς τους μαύρους κύκλους, όχι μόνο από τις τυχόν καταχρήσεις ή την αϋπνία αλλά από το αίσθημα της θλίψης που προδίδεται στο πρόσωπό του.
Ίσως στιγμιαία ξεχνιέται φτιάχνοντας λίγο τα μαλλιά του ώστε να βλέπει μια συνολικά καλύτερη εικόνα του στον καθρέφτη κι έπειτα, ίσως να εστιάζει σε κάτι άλλο επάνω του. Ίσως να φοράει ορισμένα ρούχα που θεωρεί πως αναδεικνύουν τα προσόντα του και να επαναπαύεται για λίγο. Να βολεύεται σε μια όμορφη εικόνα του.

Δε θέλει να βλέπει τη στεναχώρια που το καταβάλει. Η όψη του θλιμμένου του εαυτού το τρομάζει. Κρύβεται από όλους κι από όλα εσκεμμένα. Καλύπτει την εικόνα της θλίψης του, μα δεν το καταφέρνει με επιτυχία. Γνωρίζει πως είναι σε μαύρα χάλια και βουλιάζει όλο και περισσότερο. Πέφτει, έχει καιρό που πέφτει όλο και πιο κάτω. Έχει ξεπεράσει τον πάτο και συνεχίζει όλο και πιο χαμηλά. Καίγεται το είναι του, συνθλίβεται.

Δεν είναι σε θέση να λάβει και χαρεί ούτε τον έρωτα που είναι εκεί κοντά, εκεί δίπλα, ούτε τίποτα. Πόση θλίψη μπορεί να αντέξει αυτό το πρόσωπο; φοβάμαι πως κοντοζυγώνει η ώρα που θα ραγίσει και θα σπάσει. Αυτό το έντονο συναίσθημα θα γίνει η αυτοκαταστροφή του. Τα μάτια δε θα αντέξουν άλλα δάκρυα, το καθαρό τους βλέμμα θα αλλάξει επικίνδυνα και σιγά-σιγά θα αρχίσει να θαμπώνει.

Το πρόσωπό του δε μπορεί να κρύβεται άλλο. Πόσο πια; Κουράστηκε, εξαντλήθηκε. Νιώθει πως το ταξίδι φτάνει στο τέλος.

Τα δανεικά χαμόγελα τέλειωσαν. Όσο κι αν προσπαθεί να ανατροφοδοτήσει την καθημερινότητα αγοράζοντας μικρές εφήμερες χαρές, δε θα αντέξει. Το ελιξίριο της χαράς, του είπαν πως δεν είναι πια διαθέσιμο. Ισχυρίζονται πως εξαντλήθηκε. Μα εκείνο μόνο ξέρει πως η συνταγή είναι αποτυπωμένη μέσα σε ένα παλιό ξεθωριασμένο ημερολόγιο του παρελθόντος. Στο δικό του ξεχασμένο, σκονισμένο ημερολόγιο. Είναι όλα εκεί, καταγεγραμμένα, όλα όσα έκρυβε χρόνια τώρα.

Παίρνοντας την απόφαση να το ανοίξει και να το διαβάσει, φοβάται. Γνωρίζει πως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να υλοποιήσει με ακρίβεια τη συγκεκριμένη συνταγή έχει χαθεί εδώ και καιρό, μα δε το βάζει κάτω. Συνεχίζει να ελπίζει. Ψάχνοντας, διαπιστώνει πως όλοι εκείνοι που ήξεραν τα φίλτρα, τις αναλογίες και τον τρόπο παρασκευής, δε μένουν πια εδώ. Κάνουν το δικό τους ταξίδι στο άπειρο.

Ήταν ωραία η ζωή παρέα με τα άπιαστα μα γνώριμα, με τα δικά του δεδομένα συνύπαρξης. Το πρόσωπο νιώθει μόνο, ξεκρέμαστο, αβοήθητο. Ήξερε να κολυμπάει ελεύθερο στα βαθιά και τώρα έχει ξεμείνει με μια άγκυρα τυλιγμένη στο λαιμό του, εκεί που σκάει το κύμα. Μέρα, νύχτα καταδικασμένο στη στεριά. Ασφαλή μα παράλληλα αιχμάλωτο σε μια αδιάφορη ασφάλεια που δεν επέλεξε.

Στη ρωγμή του αόριστου χρόνου, εκεί το άφησαν. Μόνο του, να περιμένει την ελευθερία των σκέψεων του, της απελευθέρωσης των ονείρων του. Ο κόσμος του δε θα γίνει ποτέ ιδανικός. Οι ιδέες του δε θα είναι πότε απόλυτα αποδεκτές από το εύρη κοινό, μα εκείνο ελπίζει κι αγωνίζεται. Δε θέλει να μείνει δεμένο.

Θέλει να σπάσει τις αλυσίδες του και να πορευτεί με το ταίρι που θα του ξαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη.

 

Συντάκτης: Αγγελική Κατσουλίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή