Γράφει η Σ.

 

Τον περισσότερο κόσμο τον τρομάζουν οι κλήσεις μετά τα μεσάνυχτα, πιστεύουν ότι κάτι κακό έχει συμβεί, αντιθέτως εμένα με τρομάζουν οι αναπάντητες πριν από τις έντεκα το πρωί.

Η αναπάντητη που βρήκα από το δικό του νούμερο ήταν στις 8 το πρωί. Αν μ’ είχε πάρει κάποια άλλη στιγμή της ημέρας θα τον αγνοούσα, καθώς ήξερα ότι είναι σε σχέση, αλλά αυτή η κλήση με τρόμαξε και δικαίως. Τόσο καιρό μαζί του είχα μάθει δύο πράγματα για αυτόν, ότι πίνει γλυκό τον καφέ του κι ότι ξυπνάει μετά τη μία.

Κρατούσε χρόνια η ιστορία μας με μεγάλα διαλείμματα, χρόνια κρατούσε και η σχέση του, κι αυτή με διαλείμματα. Με λίγα λόγια εγώ κι αυτός, όταν δεν ήμασταν με άλλους, ήμασταν μαζί. Καβάτζα λέγεται σε απλά ελληνικά, αλλά από την στιγμή που ήταν αμοιβαίο, δεν είχε κανένας από τους δύο μας πρόβλημα. Αυτός ήθελε να ξέρει τι συνέβαινε στη ζωή μου όταν δεν ήταν παρών κι εγώ δεν ήθελα να ξέρω απολύτως τίποτα για εκείνον.

Πήρα λοιπόν τηλέφωνο να δω τι ήθελε, αν και κατά βάθος ήξερα. Αλλά προς έκπληξή μου δεν απάντησε αυτός, αλλά μια κοπέλα που δεν ήταν άλλη από την κοπέλα του. Εγώ δεν την ήξερα, δεν την είχα δει ποτέ, αλλά αυτή με ήξερε πολύ καλά κι ήθελε να με μάθει καλύτερα, αφού μου πρότεινε να πάμε για καφέ.

Όσο επέμενε πεισματικά τόσο εγώ αρνιούμουν, επειδή δεν της αρκούσε το «όχι» μου, της εξήγησα τους λόγους για τους οποίους θεωρούσα κακή την ιδέα της. Δεν ήταν κάτι σύνθετο ή μπερδεμένο, απλώς δεν είχα να συζητήσω κάτι μαζί της -αν κι ήμουν περίεργη να τη γνωρίσω.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να επικοινωνήσω μ’ εκείνον, αλλά δεν το έκανα. Ήμουν βέβαιη ότι η κοπέλα του θα έβλεπε το μήνυμά μου πριν από αυτόν και θα τους δημιουργούσα πρόβλημα. Ωστόσο αυτός επικοινώνησε μαζί μου ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

Την επόμενη μέρα έλαβα ένα μήνυμα στο facebook «Σε περιμένω στο γνωστό μέρος, έμαθα ότι σε πήρε τηλέφωνο, μην είσαι ξινή, έλα. Είναι σοβαρό». Όταν ο πλέον ανεύθυνος άνθρωπος που γνωρίζεις επικαλείται τη σοβαρότητα μιας κατάστασης, πρέπει να έχεις την ευγενή καλοσύνη να πας.

Ακόμα μια φορά μετάνιωσα για την καλοσύνη που δείχνω στους ανθρώπους. Όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος που γράφει σαπουνόπερες, δε με περίμενε εκείνος, αλλά η κοπέλα του. Πριν προλάβω να τον πάρω τηλέφωνο για να μάθω γιατί είχε αργήσει, ήρθε εκείνη, έκατσε στο τραπέζι και μου συστήθηκε.

Πανηγύρι συναισθημάτων έγινε μέσα μου. Από τη μια νεύρα κι αγανάκτηση κι από την άλλη απορία. Μου εξήγησε ότι το μήνυμα το είχε στείλει αυτή από το προφίλ του και το ξινή, όπως συνήθιζε εκείνος να με λέει, το είχε δει σε παλιές μας συνομιλίες. Εκείνος δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τη συνάντησή μας.

Αφού ξεπέρασα το πρώτο σοκ και δεν έφυγα τρέχοντας, τη ρώτησα γιατί επέμενε τόσο να βρεθούμε. Μιλούσε για την επόμενη μισή ώρα ακατάπαυστα. Μου περιέγραψε από το πρώτο τους ραντεβού, μέχρι τον τελευταίο τους καβγά, που τον είχε πυροδοτήσει ένα βραχιόλι που είχα ξεχάσει σπίτι του.

Το ζητούμενό της ήταν να βεβαιωθεί ότι όντως το βραχιόλι μου είχε ξεμείνει εκεί από το προηγούμενο καλοκαίρι κι ότι δεν είχα βλέψεις για τον άνθρωπο που έχουν περάσει μαζί μια ζωή. Δεν μπήκα στη διαδικασία να της περιγράψω τι έχω περάσει εγώ μαζί του ή να της αναλύσω πόσο καταπατούσε την αξιοπρέπειά της μ’ αυτήν την κίνηση. Αρκέστηκα σ’ ένα «αλήθεια σου είπε, αλλά αν ήταν όντως ο άνθρωπος σου, δε θα επιζητούσες την επιβεβαίωση από εμένα.»

Επιμέλεια Κειμένου Σ.: Σοφία Καλπαζίδου.