Περίεργα πλάσματα που είμαστε όμως οι άνθρωποι. Ασυντόνιστα, αναποφάσιστα, άλλοτε δεν ξέρουμε τι θέλουμε, άλλοτε φοβόμαστε κι άλλοτε δε βρίσκουμε το κατάλληλο timing. Όταν κάποιος εκδηλώνει ενδιαφέρον, θέλουμε να το παίξουμε και λίγο δύσκολοι, έτσι μη μας πάρει τον αέρα, να ‘μαστε σίγουροι πως θα μας καψουρευτεί ακόμη παραπάνω. Κι όταν πια απ’ τα τόσα άκυρα που του ‘χουμε ρίξει, πάρει απ’ το χέρι την αξιοπρέπειά του και απομακρυνθεί -μιλάμε για κανονική απομάκρυνση, όχι για ‘κεινα τα παιχνίδια και τα νάζια που κάνει για να δει αν θα τρέξουμε από πίσω του- συχνά μας κακοφαίνεται, όχι γιατί χάσαμε το σιγουράκι και την καβάτζα μας, μα γιατί εμείς εξαρχής γουστάραμε, αλλά δε θέλαμε να το δείξουμε κιόλας, προτιμούσαμε να αφήσουμε ένα μυστήριο να αιωρείται. Άσε που κατά βάθος μας άρεσε να μας πολιορκεί, να προσπαθεί καθημερινά όλο και περισσότερο.

Μετά την οριστική αποχώρηση βρεθήκαμε να βαράμε το κεφάλι μας και αποφασίσαμε να ανοίξουεμ όλα τα χαρτιά μας, να εκδηλώσουμε το ενδιαφέρον μας σε ένα πρόσωπο που τόσο καιρό φερόμασταν δήθεν τάχα αδιάφορα και που τώρα στην πραγματικότητα δε μας θέλει. Γιατί και να μας δώσει μια ευκαιρία, από τη στιγμή που έχει ξενερώσει ή που το ‘χει πάρει απόφαση να προχωρήσει, δε θα ‘ναι πραγματική, αλλά μια προσπάθεια να μην του μείνουμε απωθημένο, να ζήσει μαζί μας το love story που τόσο καιρό επιθυμούσε και μετά αναπόφευκτα ν’ απομακρυνθεί (αν δε συμβεί κάτι τόσο έντονο, ικανό να κρατήσει το πρόσωπο τελικά μαζί μας).

Μπορεί το πρόσωπο να νομίζει πως επειδή έφυγε, τρέξαμε από πίσω του, πως δεν είναι παρά ένα παιχνίδι του εγωισμού μας να πειστεί πως τελικά δε θίχτηκε όσο νόμιζε. Ή μπορεί να μας περάσει για ανόητους που χάσαμε την ευκαιρία μας όταν την είχαμε και τώρα προσπαθούμε να τη διεκδικήσουμε. Το μόνο σίγουρο είναι πως πια το timing δεν ταιριάζει, πως ο καιρός έχει περάσει και πως το πρόσωπο που είχε τη δυνατότητα να κινεί τα ηνία και να δίνει ρυθμό στο παιχνίδι της κατάκτησης, τώρα έχει βρεθεί να προσπαθεί να μη χάσει το παιχνίδι διπλό, να κερδίσει μια φαινομενικά χαμένη παρτίδα.

Έτσι έγινε και στη δική μας περίπτωση, μωρό μου. Σε ήθελα χρόνια και δεν το έκρυψα ποτέ. Ξεκάθαρο friendzone δεν το έλεγες το μεταξύ μας, γιατί έριχνες κι εσύ τα τυράκια σου για να με κρατάς σε εγρήγορση. Στο τέλος όμως εκείνη η πολυπόθητη κίνηση για να ‘ρθουμε πιο κοντά, δε γινόταν ποτέ. Μια κρύο, μια ζέστη και η δική μου καψούρα όλο και πιο έντονη. Ήταν λες και κολλούσα σε ένα παιχνίδι που κάθε μέρα κατάφερνα να περάσω στην επόμενη πίστα και να ανέβω επίπεδο. Ο εθισμός μου, εσύ.

Δυο-τρεις προσπάθειες να προχωρήσω με περαστικούς που έκρινα πως άξιζαν μια ευκαιρία, δεν ήταν παρά για να πείσω τον ίδιο μου τον εαυτό ότι το κόλλημά μου μαζί σου δεν ήταν τελικά τόσο έντονο και πως μπορούσα να πάω γι’ άλλα. Απέτυχαν και το ‘μαθες. Σε σένα γύρισα και πάλι εκδηλώνοντας για ακόμη μια φορά τα τρυφερά κι ερωτικά μου συναισθήματα, το νοιάξιμο και την αγάπη που σου έχω. Κι εσύ μάλλον πρέπει να έτριβες τα χέρια σου από ικανοποίηση που χωρίς να κουνήσεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι κατάφερνες να κερδίζεις ολοένα και περισσότερες μάχες.

Μια φάση όμως το πήρα απόφαση. Είπα πως αφού δε θες εσύ μία, δε θέλω εγώ δέκα. Σαν το τσιγάρο που το κόβεις μια κι έξω. Προχώρησα κι αυτή τη φορά το εννοούσα. Στα πρώτα μου βήματα με άφησες, όπως έκανες πάντα, περιμένοντας την επιστροφή μου. Όταν είδες όμως ότι αργεί περισσότερο απ’ το συνηθισμένο, άρχισες να πλησιάζεις εσύ, να κάνεις βήματα προς τα μένα.

Μόνο που δυστυχώς τώρα δεν έχω κάτι να σου δώσω. Θα ‘θελα πολύ να το ‘χες κάνει αυτό κάποιο καιρό νωρίτερα. Εξάλλου γιατί να προσπαθήσω να καψουρευτώ ξανά μια παλιά καψούρα που με ξενέρωσε;