1973, Στοκχόλμη, Σουηδία. Λίγο πριν φύγει το καλοκαίρι, δύο ληστές εισβάλλουν στη σουηδική Τράπεζα Πίστεως και κρατούν όμηρους 4 υπαλλήλους σε ένα από τα θησαυροφυλάκια. Μετά από 6 μέρες ομηρίας, οι υπάλληλοι απελευθερώνονται αλλά συμβαίνει το εξής παράδοξο: αντί να καταθέσουν εναντίον τους, μαζεύουν λεφτά για να πληρώσουν την υπεράσπισή τους, ζητώντας την απελευθέρωσή τους. Οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στην επιχείρηση διάσωσης έγραψαν στην αναφορά τους ότι υπήρχαν στιγμές που οι όμηροι δήλωναν ότι δεν επιθυμούσαν την απελευθέρωσή τους και χρησιμοποιούσαν επικριτικά σχόλια προς αυτούς. Η συμπεριφορά τους αυτή δεν μπορούσε να εξηγηθεί από κανέναν και για το λόγο αυτό η Σουηδική αστυνομία επιστράτευσε τον ψυχίατρο Nils Bejerot, ο οποίος ήταν ο πρώτος που μίλησε για το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».

Με την πάροδο των χρόνων και την επιστημονική έρευνα του ψυχιατρικού κλάδου ορίστηκε ως «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» η κατάσταση κατά την οποία το θύμα τρέφει συναισθήματα συμπάθειας και αγάπης για τον θύτη και αποδέχεται πλήρως την άδικη συμπεριφορά του. Οι ερευνητές δεν έμειναν μόνο στην ψυχολογία των θυμάτων και των απαγωγέων αλλά τοποθέτησαν το Σύνδρομο αυτό και σε άλλα είδη σχέσεων. Εν ολίγοις, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι μια ψυχολογική κατάσταση που το θύμα γίνεται συναισθηματικά εξαρτώμενο από τον θύτη και προσκολλάται συναισθηματικά, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο.

Στον τομέα των σχέσεων το Σύνδρομο της Στοκχόλμης εμφανίζεται σε περιπτώσεις συνεχούς εκμετάλλευσης παιδιών ή/και γυναικών και γενικά σε σχέσεις που βασίζονται σε άσκηση εξουσίας και φόβου. Το θύμα της σχέσης αυτής χαρακτηρίζεται από μια παθητικότητα και αποδέχεται κάθε είδους άσχημη μεταχείριση -ψυχολογική και σωματική- από τον θύτη. Το Σύνδρομο επιτρέπει στο θύμα να έχει την ψευδαίσθηση ότι έχει δική του βούληση και έτσι αποδέχεται την άδικη συμπεριφορά του θύτη και πολλές φορές τη βρίσκει σωστή. Στην αντίπερα όχθη, ο θύτης είναι ένα χειριστικό άτομο που απαιτεί –και κατέχει– τον απόλυτο έλεγχο του θύματος. Το μοναδικό πράγμα που του δίνει ευχαρίστηση είναι η υποτίμησή του κυρίως μέσω απειλών.

Η τακτική του θύματος να «αγαπά» τον θύτη και ας βιώνει όλα του τα ελαττώματα στο μέγιστο βαθμό είναι ουσιαστικά μία στρατηγική επιβίωσης σε μια δυσλειτουργική σχέση. Το οικογενειακό και το φιλικό του περιβάλλον συνήθως βλέπει την πραγματική εικόνα της σχέσης και ασκεί κριτική που στις περισσότερες περιπτώσεις το θύμα δεν αποδέχεται και απομακρύνεται. Η κοινωνική του αυτή απομόνωση το «δένει» ακόμα περισσότερο με τον θύτη και το καθιστά ανίκανο να διαλύσει τη μεταξύ τους σχέση. Η αίσθηση του ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από το πρόσωπο που το εκμεταλλεύεται, το «θεοποιεί» στα μάτια του και θολώνει την κρίση του. Σε συνδυασμό με μικρές υποτυπώδεις πράξεις ευγένειας από τον θύτη, η κατάσταση αυτή μπορεί να κρατήσει χρόνια.

Η θεραπεία του ανθρώπου που παρουσιάζει το Σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι η απομάκρυνσή του από τον θύτη και διακοπή της μεταξύ τους σχέσης. Επειδή αυτό όμως δεν είναι εύκολο, όπως και στις επιχειρήσεις διάσωσης απαχθέντων, έτσι και στις προσωπικές σχέσεις, επιβάλλεται μια επαφή με ειδικούς ψυχολόγους και ψυχιάτρους που θα μπορέσουν να καθοδηγήσουν την κατάσταση και να επαναφέρουν με ομαλό τρόπο το θύμα από την ουτοπική κατάσταση που ζει στην πραγματική ζωή. Είναι βασικό να γνωρίζουμε και να αποδεχτούμε ότι η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να συμβαδίσει με αρνητικά αισθήματα όπως η οργή, η ενοχή και ο φόβος.

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.