Γράφει ο Μάριος Σταματόπουλος.

 

Όπως κάθε βράδυ των τελευταίων εβδομάδων, τελείωσε τη δουλειά λίγο μετά τις έντεκα.

Ξεντύθηκε στα πεταχτά, κατέβασε τη μεγάλη καγκελόπορτα κι έτρεξε να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο.

Ματαίως. Είχε περάσει πριν από ένα τέταρτο και στη στάση δεν υπήρχε άνθρωπος.

«Λογικό», σκέφτηκε. Η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν μία από τις μεγαλύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις στην πρωτεύουσα· κανένα μέσο μεταφοράς δε θα λειτουργούσε, συμπεριλαμβανομένων και των ταξί.

Ο καιρός είχε αρχίζει να συννεφιάζει από το απόγευμα, κι ο αέρας μύριζε βροχή.

Πράγματι, από τις δέκα είχε πιάσει ένα λασπωμένο ψιλόβροχο, που δυνάμωνε ολοένα.

Δεν τον ενοχλούσε καθόλου αυτό· αντιθέτως, του άρεσε να περπατά στη βροχή.

Αυτό που σκεφτόταν ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως τρόπος να φτάσει στο σπίτι του εκείνο το βράδυ.

Θα μπορούσε βέβαια να καλέσει κάποιον φίλο για να τον μεταφέρει σπίτι, μα για κάποιον παράδοξο λόγο δεν το έκανε. Ήταν που δεν ήθελε να φορτώνεται κιόλας…

Μα να που τώρα βρισκόταν δύο ώρες μακριά από το σπίτι, δίχως ομπρέλα και κατάλυμα.

Ο μόνος τρόπος για να κινηθεί ήταν τα τελευταία τραμ, μα αυτά πήγαιναν ή στο κέντρο ή στον Πειραιά, εξίσου μακριά δηλαδή από τον προορισμό του, στο πουθενά.

Παρ’ όλα αυτά, έβγαλε εισιτήριο και μπήκε στο ερχόμενο τραμ, που πήγαινε με άυπνα φώτα Σύνταγμα, για να νιώσει ότι κινείται μέσα σε εκείνη την ασάλευτη νύχτα.

Κάθισε σε μία από τις αδειανές θέσεις δίπλα στο παράθυρο και ξεχάστηκε για λίγο κοιτάζοντας τη σκοτεινή θάλασσα να ερωτοτροπεί με τις στάλες της βροχής.

Η βόλτα αυτή ήταν από τις αγαπημένες του. Το τραμ ακολουθούσε την παραλιακή διαδρομή από τα νότια προάστια μέχρι το Φάληρο, αφήνοντας στα αριστερά την Αθηναϊκή θάλασσα με τα κοσμοπολίτικα στέκια που από το φθινόπωρο κι έπειτα ερήμωναν.

Τα φώτα των διερχομένων αυτοκινήτων έκαναν τη βροχή να σπιθίζει, λάμποντας μέσα στον πρωτευουσιάνικο χειμώνα.

Ψαχούλεψε στις τσέπες του μπουφάν για να βρει το κινητό του.

Μεγάλη λίστα γνωστών στο τηλέφωνο μα στην πραγματικότητα, υπήρχε μόνο ο αριθμός της Δ-.

Χωρίς πολλή σκέψη, πήρε την απόφαση να την καλέσει, κι ό, τι γίνει.

Όταν έκλεισε το τηλέφωνο το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το χαμόγελο του τρίτου ορόφου της.

Κατέβηκε δύο στάσεις πριν το τέρμα, στην αρχή της Βουλιαγμένης.

Σαν σύγχρονος Τσάρλι Τσάπλιν, νυχτερινός ακροβάτης του θεάτρου της, άρχισε να περπατά ισορροπώντας πάνω στις βρεγμένες ράγες.

Στα ακουστικά του έπαιζε κάποια ήσυχη πιανιστική μπαλάντα· εκείνα τα τραγούδια που θεωρούσε τα πιο θλιμμένα όλων.

Στις ίδιες αυτές ράγες, λίγα χιλιόμετρα πιο χαμηλά, περπατούσε πριν χρόνια μαζί της, και το μόνο που μπορούσε να ντύσει τις μνήμες του ήταν ο στίχος, «να περπατάμε χέρι χέρι ως το πρωί, του τραμ οι ράγες κάτι ξέρουν, δεν μπορεί…» Όντως εκείνες οι ράγες γνώριζαν πολλά.

Κι όχι μόνο οι ράγες· το κομμένο χορτάρι πλάι στη γραμμή, τα αυτοκίνητα στο φανάρι με τους σιωπηλούς οδηγούς που κάπνιζαν με κλειστά παράθυρα, οι ανηφορικοί δρόμοι της γειτονιάς της… Δυνάμωσε τη μουσική κι άναψε τσιγάρο στη βροχή.

Τότε μόνο κατάλαβε, καθώς περπατούσε στους υγρούς δρόμους με τη μουσική μόνη συντροφιά, βυθισμένος στην ονειρική μορφή της, τον λόγο που καπνίζουν οι άνθρωποι.

Προσπέρασε δυο γέρικα αλήτικα σκυλιά, κι έφτασε στην εξώπορτα της παλιάς πολυκατοικίας.

Το πάνω κουδούνι έγραφε Γιαννοπούλου. Φυσικά, δεν το είχε αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια.

Χτύπησε συρτά, δύο φορές. Έσπρωξε τη σιδερένια πόρτα κι αμέσως ένιωσε να τον πλημμυρίζει ένα μεθυστικό άρωμα· το αγαπημένο της γιασεμί, και κάτι από τη μυρωδιά της χειμωνιάτικης ακρογιαλιάς. Αμμουδιά κι αρμύρα…

Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά ως τον τρίτο· βρήκε την πόρτα ανοιχτή και το σαλόνι γεμάτο από μικρά μικρά κεράκια.

Εκείνη φορούσε ένα ραντάκι, μια γαλάζια πιζάμα και σοσόνια, σαν teletubby.

Το επόμενο πρωινό ξύπνησε πριν από εκείνη.

Όταν βγήκε στον δρόμο, η βροχή συνέχιζε να πέφτει ήσυχα στη μουντή πρωτεύουσα.

Χαμογέλασε, νιώθοντας την ευτυχία των ελαχίστων στιγμών.