Κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο και οι δείκτες ακουμπούν δειλά στις πρώτες πρωινές ώρες. Ακόμη μια φορά  με βρήκε το ξημέρωμα μπροστά σε μια οθόνη να παλεύω με το πληκτρολόγιο προσπαθώντας να βάλω δύο λέξεις στην σειρά, να γράψω κάτι, το οτιδήποτε. Ακόμη και το πώς ήταν η μέρα που πέρασε. Ακόμη και μια απλή καταγραφή να έκανα των γεγονότων. Τίποτα.

Δεν έχω δύναμη να γράψω, ο κέρσορας του ποντικιού αναβοσβήνει μπροστά μου σαν μου κλείνει και αυτός ειρωνικά το μάτι.

Μου βραχυκυκλώνεις την σκέψη μου, σου είχα πει και εσύ χαμογέλασες. Όμως το βραχυκύκλωμα αυτό είναι πηγή έμπνευσης, μου λες.

«Δε θέλω μόνο να σε σκέφτομαι, θέλω να σε βλέπω, να σε αγγίζω.»

«Μπορεί να μην με βλέπεις, να μην είσαι εσύ που ξαπλώνεις δίπλα μου τα βράδια, που μαθαίνει τα νέα μου από την δουλειά, αλλά εσύ ζεις μέσα μου. Γράψε για μένα. Οι λέξεις σου θα φτάσουν σαν αέρας στην πόρτα του σπιτιού μου και τότε θα ξέρεις ότι υπάρχει λόγος να γράψεις.»

Έτσι έρχονται και φεύγουν από το μυαλό μου όλα αυτά που μου είπες. Μνήμες που γουστάρω για αυτήν τους την αγένεια και όμως ακόμη δεν μπορώ να γράψω.

Συνεχίζω και κοιτάζω μια οθόνη για το υπόλοιπο της μέρας μου. Οθόνη υπολογιστή, κινητού, tablet, δεν έχει σημασία.  Κοιτάζω την άδεια οθόνη με την ελπίδα να χτυπήσει η ένδειξη ότι έχω ένα νέο μήνυμα, μήνυμα από εσένα.  

Έχω εθιστεί σε αυτό το μέσο της ερωτικής μου παράνοιας. Αρχίζω και ερωτεύομαι την σιωπή σου πολύ περισσότερο από τις λέξεις σου. Ποτέ μου δεν ήξερα πόση ένταση, πόση δύναμη κρύβεται στην απουσία του ήχου.  Η ένταση αυτής της απουσίας είναι πιο έντονη και από τον ίδιο τον ήχο.

Βρισκόμαστε στο αμάξι μου σαν τους κλέφτες για λίγες μόνο ώρες. Εσύ να κοιτάζεις το ρολόι σου δειλά κι εγώ να παρακαλάω να παγώσει ο χρόνος για αυτές τις στιγμές. Μετά να μου σκας ένα χαμόγελο που μπορεί να μου σβήσει κάθε μου άγχος μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.

Φοβάμαι, μου λες.

Όλα είναι δύσκολα μέχρι να τα τολμήσουμε, σου απαντώ.

Και δυναμώνω την μουσική στο ραδιόφωνο, για να μην προλάβεις να μου απαντήσεις, για να καλύψουν οι μελωδίες όλες μας τις αμφιβολίες και τους φόβους. Σε φιλάω χωρίς ανάσα σα να βουτάμε στο κενό. Έτσι είναι ο έρωτας μου για σένα.

«I hope I don’t fall in love you.» Η φωνή του Tom Waits μπαίνει νωχελικά στον μικρόκοσμό μας και μου υπενθυμίζει ότι σε έχω ήδη ερωτευτεί και πως δεν υπάρχει πλέον δρόμος προς τα πίσω. Μοναχά μπροστά και όπου μας βγάλει. Δεν με νοιάζει πια ό,τι και αν γίνει.

Σε αφήνω κάτω από το σπίτι σου. Κοιταζόμαστε χωρίς να μου πεις κουβέντα. Αυτό σου το βλέμμα είναι η υπόσχεση για την επομένη κλεμμένη στιγμή που θα μου χαρίσεις.

Πατάω βιαστικά το γκάζι και κατευθύνομαι προς το σπίτι μου. Κάθομαι στο γραφείο και αρχίζω να γράφω. Τα δάχτυλα μου χτυπούν με μανία τις λέξεις που σχηματίζονται.

Με επηρεάζει και η παρουσία σου όσο και η απουσία σου τελικά. Όλες εκείνες τις φορές που επιλέγεις να με πληγώσεις με τις σιωπές σου κι εκείνο τα βλέμμα που τρέμω μήπως το αντικρίζω για τελευταία φορά. 

Με πονάει που ακόμη δεν κατάφερα να σε αφήσω να φύγεις. Είμαι ευτυχισμένη σε αυτή μου τη δυστυχία, στις λίγες αυτές στιγμές μου μαζί σου. Έχω συνηθίσει τελικά αυτό το βραχυκύκλωμα.

Είναι ωραία η ασπίδα που κρατάς αλλά σου κρύβει όλη τη θέα. Το γράφω για σένα που φοβάσαι τις ελεύθερες πτώσεις. 

Και παραμένω εδώ, μπροστά από μια οθόνη να μουτζουρώνω σκέψεις για εσένα και να ορίζω νέα όρια, μόνο για να τα ξεπερνάω.

 

Συντάκτης: Χάιντι Σεραφειμίδου