Γράφει ο Ευστάθιος.

 

Είμαστε κάποιοι που έχουμε ζήσει πολλά στη μας ζωή κι ας μην το δείχνει η ηλικία μας. Είμαστε αυτοί που κάλλιστα θα μπορούσαμε να ‘χουμε γκρίζα μαλλιά πριν τα 30 λόγω καταστάσεων που μας ανάγκασαν να ωριμάσουμε νωρίτερα.

Γνωρίσαμε φίλους στο σχολείο που είναι σαν αδέρφια. Ανθρώπους που μας μαχαιρώσανε πισώπλατα. Σχέσεις σοβαρές και μη, ξεπέτες και τσιλιμπουρδίσματα. Τελικά, φτάνουμε σε σημείο όπου δε μας τρέχουν τα σάλια πια βλέποντας μια εντυπωσιακή εικόνα. Δε μας ενδιαφέρει πια, δε στεκόμαστε εκεί. Είμαστε αυτοί που χαμογελάμε χωρίς να ζητάμε αντάλλαγμα και χωρίς φόβο μήπως μας παρεξηγήσουν.

Ψάχνουμε να βρούμε μόνιμα τον τέλειο σύντροφο. Αυτόν που δε θα θέλει να μας κουμπώσει στη ζωή του, ούτε κι εμείς αντίστοιχα στη δική μας. Ψάχνουμε απεγνωσμένα. Πέφτουμε σε κατάθλιψη. Μας πετυχαίνεις καθισμένους στην μπάρα, σε ένα ξεχασμένο μαγαζί, πίνοντας με πειθαρχία το ουίσκι μας και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο κοιτώντας το κενό. Προσπαθούμε να θυμηθούμε την τελευταία φορά που νιώσαμε αυτό το συναίσθημα πληρότητας έστω και για μια στιγμή. Θολή η μνήμη.

Αυτό που μας έρχεται κατά νου είναι η τελευταία απογοήτευση. Τη μέρα που βγήκαμε έξω με εκείνο το πρόσωπο για το οποίο πλάσαμε και πάλι με έναν αγγελικό τρόπο στο μυαλό μας ένα ταίρι με φινέτσα κι ομορφιά που ταιριάζει σε μας, έναν άνθρωπο που μας ιντριγκάρει. Όπως είναι σύνηθες, δεν ήταν πραγματικότητα. Συνεχίζουμε πορευμένοι στην τέλεια μοναξιά, κοιτώντας τον πάγο στο χαμηλό. Εν τέλει μας αρέσει αυτό ίσως.

Άλλη μια ιστορία που το μεγαλύτερο μέρος αυτής θα μείνει μέσα μας, δε θα εκφραστεί σε κανέναν φίλο και καμιά φίλη όσο εγκάρδιοι κι αν αυτοί είναι. Διαχέεται μέσα στο νου η αμφιβολία, μήπως κάναμε κάτι στραβά πάλι. Μήπως ο ενθουσιασμός μας ήταν το συστατικό που θα ‘πρεπε να μείνει εκτός του μίγματος. Μήπως έπρεπε να το παίξουμε λίγο κουλ;

Μας αρέσει να είμαστε ονειροπαρμένοι και να ψάχνουμε αυτό το τέλειο, το απόλυτα συμβατό κι ασύμβατο με την πραγματικότητα. Όχι, όμως, να το δημιουργούμε. Θέλουμε να ‘ναι έτσι επειδή έτσι είναι, με το δικό του χαρακτήρα.

Μια γυναίκα ‘ναι αρκετά ισχυρή για να μας βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι και ταυτόχρονα να θέλει να την πάρουμε αγκαλιά και στη συνέχεια εμείς να μην ντρεπόμαστε να θέλουμε και να ζητήσουμε αυτήν την αγκαλιά, έχοντας ρίξει όλα μας τα τείχη.

Κάπου εκεί, σ’ αυτές τις σκέψεις χάνουμε κάθε ελπίδα βλέποντας την πραγματικότητα στα μάτια. Αυτή η ελεύθερη, πανέμορφη και πανέξυπνη ύπαρξη μήπως δεν υπάρχει; Μήπως αυτά τα χαρακτηριστικά πλέον συνοδεύονται από έναν αέρα δηθενιάς; Άνθρωποι που πιστεύουν ότι παίρνουν πόντους για κάθε περαστικό στη ζωή τους που χρησιμοποιούν για την εφήμερη χαρά τους;

Θα μου προσάψεις την ταμπέλα «ακραίος» εδώ. Υπάρχουν κι αυτοί που απλά τους αρέσει όντως αυτό, να κάνουν μόνο σεξ. Φυσικά κι έχουν το ελεύθερο να το κάνουν, δεν είμαστε εδώ για να κρίνουμε. Το μεγαλύτερο κομμάτι της κρίσης, άλλωστε, εφαρμόζεται στους ίδιους μας τους εαυτούς, με μια διαρκή προσπάθεια να αξιολογήσουμε την κάθε μας κίνηση.

Άλλωστε, τα νούμερα δε σημαίνουν τίποτα. Τι κι αν έχεις πάει με έναν, με χίλιους ή με κανέναν; Αυτό που μετράμε είναι λίτρα συναισθημάτων, αυτό που εκπέμπουν τα μάτια κι η αύρα που φέγγει ή όχι. Συνήθως καταλαβαίνουμε γρήγορα αν μας αξίζει να το κυνηγήσουμε. Αλλά δεν ακούμε τη λογική μας.

Συνεχίζουμε να προσπαθούμε να βγάλουμε νερό απ’ το πηγάδι και καταλήγει άπατο. Εδώ, βέβαια, πρέπει να κάνουμε και μια παραδοχή,  το πώς μεγαλώσαμε και το τι βιώσαμε είχε ως αποτέλεσμα να σηκώσουμε πελώρια τείχη. Συνήθως, όμως, κρύβεται από πίσω μια λιμνοθάλασσα και το τείχος είναι απλά ένα φράγμα.

Δεν ξέρω. Ίσως απλά να ζούμε σε κάποιο παράλληλο σύμπαν και να μην έχουμε καμία επαφή με οποιαδήποτε δυνατή πραγματικότητα. Ας είναι. Το ποτό τελείωσε. Ο 30χρονος με το πεσμένο, σοβαρό, βλέμμα, φορώντας σιδερωμένο πουκάμισο κι ημιπροσεγμένο μούσι, λίγο παράταιρος ίσως στα Εξάρχεια, σηκώνεται και περπατάει προς το σπίτι, παίρνοντας μαζί του και τις σκέψεις του. Πάντα με το κεφάλι ψηλά.

Υ.Γ. Αυτό το κείμενο είναι απλά μια ταραχώδης παράθεση συναισθημάτων και σκέψεων. Μπορεί να δώσει την εντύπωση πως όποιος σκέφτεται έτσι είναι ανίδεος, ημιμαθής ίσως και με ψυχολογικά. Ναι, μπορεί και να ‘ναι έτσι. Όπως μπορούσε σαφώς να γίνει ίσως και δεκαπλάσιο αναλύοντας περαιτέρω ζητήματα ή να γεμίσει υποσημειώσεις. Αλλά δεν έχει νόημα. Αυτό το υστερόγραφο είναι εδώ για να προλάβει όποιον αποφασίσει να απομονώσει χωρία και να σχολιάσει αγνοώντας τη θερμοκρασία των λέξεων.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη