Κουράστηκα να σε κυνηγάω. Κουράστηκα και να με κυνηγάς.

Δεν το θέλω άλλο το παιχνιδάκι μας, καταλαβαίνεις;

Γιατί όταν επαναλαμβάνεται πάνω από δυο φορές δεν είναι πια αστείο, ιντριγκαδόρικο. Καταντάει αρρώστια.

Έκανα το λάθος εξ’ αρχής που προσπάθησα να σε κερδίσω. Γούσταρα την πρόκληση, το απόμακρο που έδειχνε η κάθε κίνησή σου, το κενό βλέμμα σου. Όσο σιχαινόμουν την ψυχρότητά σου απέναντι σε όλους και όλα, τόσο με έτρωγε η ανάγκη να σε κάνω να τα αναιρέσεις.

Φτιαχνόμουν να είμαι η αιτία που θα έπαυες να αδιαφορείς, που θα γινόσουν αυτό που ήθελα, που θα άλλαζες.

«Όχι», έλεγα, «εσένα θα σου ανάψω τα λαμπάκια».

Και το έκανα. Εμφανίστηκα στη ζωή σου, χωρίς να το ζητήσεις. Δε σε πλησίασα με νάζι, δε σου το έπαιξα φίλη, δεν έκανα αναγνωριστικές βολές.

Σε γείωσα, αναίρεσα τη σκέψη σου, απέκτησα ακόμη και συμμάχους σ’ αυτό άθελά μου.

Σ’ έκανα να λατρεύεις να με μισείς. Και τσίμπησες.

Δεν άντεχε το «εγώ» σου μια τόσο ενοχλητική περσόνα (καμία περσόνα γενικότερα, απ’ ό,τι φαίνεται). Έτσι όμως θέλησες να εξερευνήσεις τη βλάβη, το τι σε τάραξε. Έπεσες τόσο φυσικά στην παγίδα, που σχεδόν πίστεψα πως πλέον όλα μπορούσαν να συμβούν.

Με κατηγορώ για τη στρατηγική. Σε κατηγορώ για τη μαγεία. Μην εμπιστευτείς ποτέ φιλιά στη βροχή και μεγάλα λόγια.

Μέγα λάθος.

Μετά το πρώτο σημάδι αφοσίωσης, εξαφανίστηκες με ελαφρά πηδηματάκια. Μάλλον δεν ήμουν η μόνη που έπαιζε εδώ πέρα. Έφτασα σε σημείο να κάνω αυτά που κορόιδευα, όταν απορούσα πώς γίνεται να είσαι κομμάτια για κάποιον.

Δεν κράτησε πολύ. Λίγα αλκοολικά βράδια δρόμος. Τα είχα σχεδόν καταφέρει, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω.

Σε προκάλεσα με πράξεις. Υπήρχα παντού στο περιβάλλον σου, χωρίς να σε ενοχλώ.

Αυτό ήταν. Είχα σκοπεύσει στο κέντρο του στόχου. Ή μάλλον στο ενδιάμεσο μάθαμε ο ένας τον άλλο. Δεν άντεχες να μη με έχεις κοντά σου, να έχασες από δική σου μαλακία κάτι που έκανε τόση εντύπωση. Ανέκαθεν ήταν γνωστή η ματαιοδοξία σου να αποκτήσεις οτιδήποτε γυαλίζει.

Και γύρισες. Πιο μαγευτικά από την πρώτη φορά. Μετανιωμένος, έτοιμος να γυρίσεις τον κόσμο ανάποδα για να επανορθώσεις.

Το ‘παιξα δύσκολη, αλύγιστη. Σε έφτιαχνε ακόμη περισσότερο. Άρχισες να κάνεις τα λόγια πράξη. Έπεσα. Δεν είναι δύσκολο όταν από την άλλη άκρη, σου χαμογελά η μαγεία.

Και τη ζήσαμε. Τόσο λαμπερή, όσο ήθελες και περιέγραφες. Και τόσο σύντομη. Βλέπεις, δεν κρατάνε πολύ τα πυροτεχνήματα.

Αυτή τη φορά εξαφανίστηκα εγώ. Μετά από όλα αυτά, δεν είχες θάρρος να ξαναφύγεις οπότε έμεινες απλά εκεί, απαθής και κακότροπος. Θα το έλεγα και ελάχιστη βελτίωση. Μάθημα για την επόμενη φορά.

Μόνο που αυτή δε θα είναι μαζί μου.

Ξαναπροσπάθησες και δε με βρήκες εκεί. Ούτε πρόκειται να με ξαναβρείς. Δε θέλω παιχνιδάκια και φανταχτερά πράγματα. Ούτε ένα δευτερόλεπτο απόλυτης ευτυχίας για ένα τίποτα που τείνει στο συν άπειρο.

Θέλω να βαρεθώ σε ένα κρεβάτι, να κοιμηθώ βλέποντας ταινία και να ξέρω πως το πρωί, αυτός που είναι δίπλα μου, θα μου πει καλημέρα με ένα χαμόγελο που σημαίνει τα πάντα.

Παρ’ το απόφαση, χάσαμε. Κάποτε βασιλεύαμε στο χρόνο. Τώρα θα μείνουμε καταραμένοι στη σιωπή.

Όσο για τα πυροτεχνήματα και τα γυαλιστερά σου πραγματάκια, παρ’ τα και πήγαινε μέχρι το τσίρκο να εντυπωσιάσεις καμιά μαϊμού.