Μια υπενθύμιση στο κινητό σου έδειξε πως ήταν πια η ώρα να φύγεις. Έβαλες το μπουφάν σου σιωπηλά, πήρες τα κλειδιά σου στο χέρι, με σκέπασες με την κουβέρτα, έκανες ένα βήμα προς την έξοδο, γύρισες το βλέμμα σου για μια τελευταία φορά επάνω μου κι έπειτα, με γρήγορες κι αθόρυβες σχεδόν κινήσεις, χάθηκες. Χωρίς να πεις λέξη, χωρίς να μου δώσεις ένα τελευταίο φιλί, χωρίς να με προειδοποιήσεις. Ούτε που το κατάλαβα πως είχε έρθει η στιγμή εκείνη. Ξύπνησα, σε φώναξα μα δεν απάντησες. Σηκώθηκα κι έψαξα μέσα στο άδειο δωμάτιο, κοίταξα τριγύρω να σε βρω. Δεν υπήρχες πουθενά. Πήρα το τηλέφωνο στα χέρια, μα μόλις πληκτρολόγησα τον αριθμό ακούστηκε η φωνή που έλεγε «ο συνδρομητής που καλέσατε έχει το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο. Θα ειδοποιηθεί για την κλήση σας». Ήξερα πως κάτι σου συνέβαινε τις τελευταίες μέρες. Σε ρώτησα τι ήταν αυτό που σε είχε ρίξει τόσο πολύ, μα μου ‘πες πως δεν ήθελες να μιλήσεις σε κανέναν. Το δέχτηκα. «Όταν το θελήσεις θα ‘μαι εδώ» σου είπα. Μια υπόσχεση που δεν αθέτησα ποτέ μου, γιατί ακόμα περιμένω και προσπαθώ ν’ ανοίξω αυτή την κουβέντα που δεν έγινε ποτέ μέχρι σήμερα.

«Αγάπη είναι να θες να βλέπεις ευτυχισμένο τον άλλον, ακόμα κι αν αυτή η ευτυχία εσένα μπορεί να σε πληγώνει.» Με αυτή τη φράση μιλήσαμε κάποτε για την ανιδιοτελή αγάπη. Γι’ αυτό το είδος αγάπης που είναι αυτόφωτο και δε χρειάζεται να πάρει από κάπου για να δώσει, αλλά τρέφεται και συντηρείται με το να δίνει. Έτσι ένιωθα πως σ’ αγαπούσα με έναν τρόπο καθαρό. Μ’ έναν τρόπο που ταυτόχρονα ήθελα να σε φωνάξω να γυρίσεις, μα από την άλλη δεν ήθελα να ‘ναι το δικό μου χέρι αυτό που θα σου δείχνει πού να πας. Ήθελα να είμαι ο δρόμος σου, μα ταυτόχρονα δεν είχα και πού να σε πάω. Γι’ αυτό και η αγάπη μου ήταν ακατάλληλη.

Τότε συνειδητοποίησα πως οι λόγοι που σε κάνουν να φεύγεις από εκεί που σ’ αγαπάνε είναι, είτε γιατί δεν αγαπάς εσύ, ή γιατί «πρέπει» να φύγεις. Και δεν μπορούσα να πιστέψω πως δε μ’ αγαπούσες. Όταν δεν αγαπάς, δεν αγγίζεις με τρόπο μοναδικό τον άλλον. Δεν τον νοιάζεσαι. Φεύγεις από την αρχή όταν δεν αγαπάς. Κι όταν δεν ερωτεύεσαι δεν αγγίζεις έτσι τον άλλον. Κι εσύ με άγγιξες μα έφυγες γιατί “έπρεπε”. Κι ήταν αυτό το πρέπει που έρχεται σε κόντρα με το «θέλω» και το «αισθάνομαι». Δεν έχει τόση σημασία πόσο το θέλεις, κάποιες φορές δεν έχει καν σημασία αν το μπορείς. Γιατί η αγάπη είναι ελεύθερη να πηγαίνει εκεί όπου αυτή θέλει, οι άνθρωποι, όμως, ίσως όχι.

Κάποιοι φεύγουν από εκεί που τους αγαπούν γιατί δεν τα βρίσκουν καλά με την πάρτη τους. Νιώθουν πως αν αγγίξουν την αγάπη θα την καταστρέψουν ή θα καταστραφούν. Νιώθουν τόσο ανίσχυροι μπροστά στο δέος που τους προκαλεί, τόσο λίγοι για να καταφέρουν να γίνουν αποδέκτες της. Κάθε φορά που η αγάπη τους πλησιάζει, έρχονται οι τάσεις φυγής κι έτσι την προσπερνούν επάνω στη στροφή σαν να μην τη βλέπουν. Νομίζουν πως βγαίνουν νικητές σ’ έναν μαραθώνιο που δε θα μπορούσε να ‘χει καμιά υπόσταση, τη στιγμή που η μεγαλύτερη ανάγκη του να αγαπηθείς μετατρέπεται στον πιο δυνατό τους φόβο, αυτόν της καταστροφής. Μα, καταστρέφει τελικά η αγάπη ή η αναμονή της;

Άλλοι, πάλι, φεύγουν από εκεί που τους αγαπούν γιατί η ζωή το επιτάσσει χωρίς να έχουν περιθώρια επιλογής. Γιατί η ζωή δεν ξέρει από διαπραγματεύσεις. Δε θα σε ρωτήσει, δε θα ενδιαφερθεί για το αν νιώθεις έτοιμος και ικανός να την παλέψεις. Η ζωή είναι ωμή. Σου φέρνει τη συνθήκη μπροστά σου, σε βάζει μέσα σ’ αυτήν σαν πιόνι μες στο σκάκι και σου λέει παίξε. Τότε έχεις τις εξής επιλογές:Ή κάνεις επίθεση, ή αλλάζεις πορεία ή απλά σε τρώνε. Λογικά κανείς δε θα ήθελε να βγει απ΄το παιχνίδι και η μάχη σώμα με σώμα είναι ακραία επικίνδυνη. Έτσι, αλλάζεις πορεία στο ταμπλό.

Φεύγεις από εκεί που σ’ αγαπούν, όταν ο εαυτός σου, τα πρέπει, οι συνθήκες, οι υποχρεώσεις, οι αποστάσεις, τα τρίτα πρόσωπα, τα γεγονότα, οι λάθος άνθρωποι σε αναγκάζουν. Κι έτσι αφήνεις πίσω σου αγάπες, εκείνες που σε κάνουν περισσότερο να τις σκέφτεσαι απ’ το να τις απολαμβάνεις. Αυτές που γαντζώνονται πάνω σου κι ενώ δε θέλεις να λύσεις τα χέρια σου από γύρω τους, την ίδια στιγμή τις σπρώχνεις να πέσουν στο γκρεμό. Είναι οι αγάπες εκείνες που τις νύχτες ζούνε μέσα σου την ώρα που άλλοι άνθρωποι κοιμούνται πλάι σου. Εκείνες απ’ τις οποίες νομίζεις πως επειδή άλλαξες πορεία, έφυγες, μα ξεχνάς πως τις κουβαλάς μέσα σου.

Φεύγεις από εκεί που σ’ αγαπούν, όταν καταλαβαίνεις πως δε φτάνει. Κι αυτό, τελικά, να αρκεί. Αυτή ήταν η τελευταία μου σκέψη πριν κλείσω το φως. Κι αύριο, θα είναι μια νέα μέρα.

Συντάκτης: Έλενα Τσιολάκη