Γράφει ο Νίκος Οικονόμου.

 

Έχω ανοίξει ένα κουτάκι μπύρα. Κάθομαι για ακόμα ένα βράδυ στον υπολογιστή και χαζεύω. Αν θα δείτε το «Ιστορικό μου» πατώντας Ctrl+H θα εκπλαγείτε. Θα βρείτε επισκέψεις στον ΟΠΑΠ, σε φωτογραφίες του champion league, στις πιο πετυχημένες φάρσες του μήνα, στο προφίλ της Μαίρης, σε ερωτικές σελίδες, στη φωτογραφία της Μαίρης από το 2011, στα τραγούδια του Καρρά, του Γονίδη, στο τελευταίο check in της Μαίρης πριν 3 λεπτά, πως φτιάχνουμε τραπεζάκι κήπου με παλέτες, ξανά την αρχική της Μαίρης.

Αναρωτιέστε την κατάντια μου, όμως ξέχασα να σας πω, πως με τη Μαίρη δε μιλάμε εδώ και ένα χρόνο. Έτσι κι εγώ σαν 15χρονος έφηβος μέρα νύχτα μπαινοβγαίνω στο προφίλ της για να βρω μερικά σημάδια ότι είναι καλά, ότι ζει πια τη ζωή της χωρίς εμένα. Ξέρω πως αυτή η παιδαριώδης συνήθεια μου με έχει κάνει να χάσω τον ύπνο μου, μου δημιουργεί άγχος και μ’ έχει οδηγήσει και εμένα στο συμπέρασμα ότι είμαι μια αντρική «Κατίνα» με τα όλα της, αλλά υπάρχει κανείς που τα ‘βαλε με τον έρωτα και να νίκησε;

Μπορείτε να με χαρακτηρίσετε όπως θέλετε. Βλάκα, ανούσιο, χαζοκαψούρη, ρομαντικό, αηδιαστικό, μέχρι και άρρωστο. Δεν σας παρεξηγώ. Αυτό κάνω και εγώ με τον εαυτό μου. Τον παρεξηγώ, τον βρίζω, τον αντιπαθώ, τον μισώ, γιατί όταν είχα την ευκαιρία να δείξω πόσο ενδιαφερόμουν, πόσο την ποθούσα, πόσο ερωτευμένος ήμουν μαζί της, για ένα ανεξήγητο ηλίθιο λόγο, αδιαφορούσα πανηγυρικά.

Μόλις μπήκα online για να δω αν είναι στη συνομιλία. Πριν 5 λεπτά ήταν. Αν δεν σας έγραφα όλο αυτό το κατεβατό ίσως και να την πετύχαινα. Είμαι πολύ τσατισμένος. Θα ρωτήσετε εύλογα: «Και να την πετύχαινες, θα της μιλούσες;». Όχι σας απαντώ. Γιατί είμαι ένα δειλός δικτυακός ηδονοβλεψίας, που έχω βάλει τον εγωισμό μου βαθιά μέσα στα σκέλια μου και δεν τολμώ να τρέξω στη Μαίρη. Στη δική μου Μαίρη. Κάθομαι σαν ανήμπορος ζητιάνος και αναμένω λίγη ελεημοσύνη.

Πριν δυο βδομάδες και μετά από 4 μήνες πήρα μερικά ψίχουλα ανταπόκρισης της Μαίρης μ’ ένα like της στο τραγούδι που πόσταρα με τίτλο: «Σε γυρεύω-Καρράς». Μπορεί να φαίνεται αστείο, αλλά δε θυμάμαι από πότε είχα να νιώσω τόσο χαρούμενος. Ναι είμαι ένας εξαρτημένος χαρούμενος και η δόση για την αρρώστια μου, ήταν ένα παλιοlike. Από τότε ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Είναι εξαιρετικά ξεδιάντροπο, αλλά κάθε φορά που μπαινοβγαίνω στο προφίλ της ζω με τον ίδιο φόβο. Μην αντικρίσω στις «Πληροφορίες» της πως είναι σε σχέση. Ναι το παραδέχομαι είμαι ένας τραγικός ήρωας της εποχής μου.

Καμιά φορά αναπολώ τα χρόνια πριν από αυτό τον ντεντεκτιβικό διάολο που ονομάζεται Facebook. Είμαι πια 35 χρονών και πρώτη φορά νιώθω τόσο ανίκανος να αντιμετωπίσω τους φόβους μου, τα πάθη μου, την πίστη μου στην ευτυχία. Θυμάμαι πως τότε οι αποφάσεις μου ήταν πιο αυθόρμητες, πιο ουσιαστικές. Έπαιρνα το αμάξι μου και ήδη ήμουν κάτω από σπίτια, ήδη είχα πάρει τηλέφωνα, ήδη είχα πει ξεκάθαρα πως είμαι ερωτευμένος. Δε με ένοιαζε τίποτα. Ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω ακόμα και την πιο δυσάρεστη έκβαση. Και το σημαντικότερο είχα προσπαθήσει με νύχια και με δόντια, με όποιο κόστος.

Αλήθεια μπορεί αυτό το μπες βγες σ’ ένα προφίλ να δείξει στη Μαίρη και στην κάθε Μαίρη, Ελένη ή Γιώτα ή Λένα ακόμα και στον Κώστα, το Γιώργο ή το Δημήτρη όλες αυτές τις προσωπικές πράξεις αγάπης που διαδραματίζονται από εμένα, από εσένα από τον οποιονδήποτε;

Έχασα την ελπίδα μου περιμένοντας μια κόκκινη ειδοποίηση, έχασα την πίστη μου αναμένοντας ένα «Γεια σου τι κάνεις» μέσα σ’ ένα παράθυρο συνομιλίας, έχασα ύπνο μου σε κάθε επίσκεψη σ’ ένα ψυχρό προφίλ, έχασα τον εαυτό μου, γιατί δεν τόλμησα να σηκωθώ απ’ την καρέκλα μου, να κλείσω το ηλεκτρονικό μου χαζοκούτι και να ‘ρθω να σε ψάξω σε δρόμους, σε σταθμούς, σε καπνούς, σε λιμάνια, στα αστέρια, να σου πιάσω τα χέρια, να αγγίξω τα μάγουλα σου, να σε φιλήσω και να σου πω πως είμαι εδώ, «Αγάπα με».

Αλήθεια εσύ τι θα κάνεις τελικά;