Γράφει η Αγγελική.

Ούτε μεγάλα είναι, ούτε βαρύγδουπα. Είναι εκείνες οι μικρές στιγμές της καθημερινότητας, που λίγο-πολύ τις θεωρείς δεδομένες και δεν τις υπολογίζεις όσο θα έπρεπε, παραβλέποντάς τiς μάλιστα πολλές φορές.

Τώρα όμως που κοιτάζω πίσω, βλέπω πόσο σημαντικές ήταν και πόσο τις χαράμισα. Δεν τις έδωσα τη σημασία που τους άξιζε, υποτιμώντας τις, ενώ υπερεκτιμούσα εσένα.

Οι συγκεντρώσεις σε σπίτια με φίλους, οι βόλτες στην παραλία το βράδυ με μπίρες, οι καφέδες. Δεν τις ζούσα, γιατί όσο κι αν προσποιούμουν ότι άκουγα το θέμα συζήτησης, τις εμπειρίες τους ή κάποιο πρόβλημά τους, πάντα με την άκρη του ματιού μου κοιτούσα την οθόνη, μήπως αναβοσβήσει και γράψει το όνομά σου πάνω. Κι όσο κοιτούσα και μου έστελνε ο καθένας εκτός από σένα, τόσο πιο πολύ «έπεφτα» και δεν είχα όρεξη για τίποτα.

Κάθε φορά που θα μου έλεγαν για τη σχέση τους, όσο θα χαιρόμουν γι’ αυτούς με όλη μου την ψυχή, πάντα θα μ’ έπιανε εκείνο το σκίρτημα, συνοδευόμενο με τη σκέψη σου. Πάντα θα σκέφτομαι πως θα μπορούσαμε κι εμείς να είμαστε έτσι.

Εγώ να υπεραναλύω με τις ώρες στις φίλες μου πόσο πολύ με θες και με διεκδικείς, πόσο ερωτευμένη είμαι μαζί σου, κι εσύ να λες με τους φίλους σου πόσο σε έχω πρήξει και σε ταλαιπωρώ, αλλά ότι παρ’ όλα αυτά με θες στη ζωή σου.

Όμως δεν είμαστε έτσι, κι ούτε θα είμαστε, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Όχι επειδή δεν προσπάθησα ή δείλιασα όταν δεν έπρεπε, αλλά εξαιτίας σου. Επιλογή σου ήταν να μην είμαι στη ζωή σου, κι όσο κι αν το σέβομαι και δε σε ‘χω ξαναενοχλήσει, άλλο τόσο με πνίγει και κάθε μέρα αναρωτιέμαι: «γιατί».

Μη μιλήσω για τα κονέ που μου έκαναν φίλοι, επειδή δεν ήθελαν να με βλέπουν έτσι κι ήθελαν να «ξεκολλήσω». Ο ένας μου ξίνιζε κι ο άλλος μου βρόμαγε και κανένας τους δεν έφταιγε σ’ αυτό. Δεν ήταν ότι δε μου άξιζαν ή ότι δεν είχαν το πακέτο, δεν είχαν απλώς κάτι πολύ βασικό: κανένας τους δεν ήταν εσύ. Κι αν σου έμοιαζαν έστω και λίγο στον τρόπο που μιλάς, που φέρεσαι, που γελάς, έκοβα αμέσως παρτίδες. Γιατί ήθελα εσένα και μόνο και καμία άλλη κόπια σου. Ή εσένα ή κανέναν.

Και περνούσαν οι μέρες κι η μόνη τους διαφορά ήταν ότι άλλαζε ο αριθμός τους στο ημερολόγιο, κι ότι η νύχτα έφερνε τη μέρα κι αντίστροφα. Έβγαινα, δούλευα, γνώριζα κόσμο, αλλά ήταν όλα το ίδιο για μένα.

Ώσπου μία μέρα ξύπνησα κι είπα να τρολλάρω τους φίλους μου και τον εαυτό μου περισσότερο, να προσποιηθώ ότι ποτέ σου δεν υπήρξες. Με ρωτούσαν τι κάνεις και τους έλεγα πως δεν καταλαβαίνω, πως το όνομά σου δε μου λέει κάτι και πως μάλλον με μπερδεύουν με κάποια άλλη.

Κάποιοι γελούσαν, κάποιοι σοκάρονταν και κάποιοι έφτασαν σε σημείο ν’ ανησυχήσουν. Βγαίναμε, συζητούσαμε κι όσο έβλεπαν ότι δε σε ανέφερα καν, τότε άρχιζαν να μπαίνουν στο νόημα κι έπαιζαν μαζί μου το ίδιο θέατρο, πετυχημένα όλοι μας.

Δε θα σου πω ψέματα, μου ήταν πολύ δύσκολο. Ήταν ανυπόφορο να είμαι έξω, να παίζει το αγαπημένο σου τραγούδι και να χορεύω σαν να είναι ένα τραγούδι σαν όλα τ’ άλλα. Ακόμη κι άτομα αν γνωρίζαμε που είχαν το όνομά σου, έπρεπε να με πείσω ότι ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό το όνομα, ή ότι έστω δε μου θυμίζει κάτι. Εσένα.

Κι ο κολλητός μου με ρώτησε αν είχα κανένα νέο σου και του είπα ότι δεν ξέρω για ποιον μιλάει και μου απάντησε: «α, τέλεια, εντάξει όλοι έχουμε περάσει απ’ αυτό το στάδιο», τότε ακριβώς ήταν που κατάλαβα τι έχανα εξαιτίας σου. Στο στάδιο που υποκρινόμουν ότι δε σε γνώρισα ποτέ, τότε συνειδητοποίησα πόσο αχάριστη υπήρξα.

Αντί να βγω έξω με τους φίλους μου εκείνο το βράδυ και να χορεύω, να φλερτάρω και να γελάω, καθόμουν και σου έστελνα «μεθυσμένα» μηνύματα, γεγονός που συνέβαλε φουλ στο να με θεωρήσεις δεδομένη και να μ’ έχεις δεύτερη επιλογή.

Αντί να εκτιμήσω πόσο νοιάζονταν οι γονείς μου για μένα κι ήταν δίπλα μου, όποτε κι αν τους χρειάστηκα, χαλιόμουν γιατί δεν ήσουν εσύ ποτέ δίπλα μου, όταν σε χρειάστηκα πραγματικά. Το αστείο εδώ είναι ότι οι φορές που σε είχα πραγματικά ανάγκη ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού και πάλι δεν ήσουν εκεί ποτέ, ούτε μία φορά.

Ενώ θα έπρεπε να εκτιμήσω τις ώρες που είχα σχολή και να κάτσω να πω μια μαλακία παραπάνω με τα παιδιά, σαν τη χαζή καθόμουν κι έψαχνα σήμα για να μπω στο προφίλ σου, να σε τσεκάρω, να δω με ποιους φίλους σου βγαίνεις και με ποιους ξέκοψες, ή για να σου στείλω. Πάλι.

Μέχρι και στη δουλειά, παρ’ όλο το τρέξιμο και την κούραση, πάντα θα έριχνα μια ματιά παραπάνω έξω, μήπως και περάσεις τυχαία. Και κάπως έτσι έχασα τόσους μήνες απ’ τη ζωή μου, υποτιμώντας μεγάλες αξίες, όπως είναι η φιλία κι η οικογένεια και δίνοντας βάση στα αβάσιμα.

Όμως, ακριβώς επειδή όσες φορές κι αν λαχταρούσα να σε δω ή να δώσεις ένα σημείο ζωής ότι νοιάζεσαι και ότι δε με ξέχασες, η ίδια σου η συμπεριφορά με οδήγησε στο να κουραστώ και μετέπειτα να ξενερώσω.

Γιατί όπως διάβασα κάπου πρόσφατα: «Μετά την απουσία, έρχεται η λήθη». Δεν ήθελα πια να προχωράει η ζωή μου μόνη της κι εγώ να μένω πίσω, αλλά να πορεύομαι μαζί της.

Δε θα σου ρίξω επίσης το οποιοδήποτε φταίξιμο στην όλη υπόθεση. Ναι μεν υπήρξαν φάσεις που δεν ήσουν ξηγημένος και συμπεριφέρθηκες άσχημα, αλλά ότι έμεινα τόσο πίσω, ότι έχανα στιγμές κι ότι μου είχες γίνει εμμονή, φταίω εγώ και μόνο.

Στο δικό μου μυαλό ήσουν, τις δικές μου σκέψεις κυρίευες. Δικά μου τα αισθήματα, δικό μου και το μάθημα. Γιατί μου έμαθες κάτι πολύ βασικό: ποτέ να μην προτρέχω. Μου έμαθες όμως κι άλλα, όπως να μην εμπιστεύομαι εύκολα, να μη θεωρώ κανέναν δεδομένο, ακριβώς επειδή είχες εσύ εμένα δεδομένη και δε μου άρεσε καθόλου.

Επίσης, μέσα από σένα κατάλαβα πόσο γρήγορα έρχονται τα πάνω-κάτω, πως ο χρόνος δε γυρίζει πίσω και πόσο σημαντικό είναι να θες εσύ ο ίδιος να προχωρήσεις στη ζωή σου.

Το αγαπημένο μάθημα που πήρα από σένα είναι ότι οι ανασφάλειες σκοτώνουν. Σκοτώνουν τη φιλία, τον έρωτα, τον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτές οι ανασφάλειες μας έφαγαν ρε γαμώτο. Γιατί επέλεξες το βόλεμα και την επίδειξη απ’ το ρίσκο και την ουσία.

Όποτε λοιπόν θα θέλω να έχω στο μυαλό μου ένα παράδειγμα προς αποφυγήν στον έρωτα, τότε μόνο θα έρχεσαι στο μυαλό μου.

 

Επιμέλεια κειμένου Αγγελικής: Νάννου Αναστασία.