Ξέρεις, κάποια βράδια δεν κοιμάμαι. Φαντάζομαι τότε πως είμαστε πολλοί όλοι εκείνοι που πάμε και κολλάμε στις υγρασίες των παραθύρων, να βλέπουμε τα σκουπιδιάρικα να στήνουν χορό στις τρεις το χάραμα, ή αρπάζουμε το κινητό να χαζέψουμε σε βιντεάκια δήθεν ψαγμένα, ή χωρίς καμία διάθεση να το παίξουν κάτι που δεν είναι.

Ξέρεις καμιά φορά τρώω λιγάκι παραπάνω κι άλλες πάλι ξεσκίζομαι στο φαγητό. Νιώθω πως έτσι γεμίζει ένα κενό για λίγο, που εν τέλει δεν καταφέρνει το γ@μημένο να κλείσει και ποτέ. Κι ύστερα, αποφεύγω λιγάκι τον καθρέφτη, σαν το σχόλιο του πατέρα μου στο Κυριακάτικο τραπέζι. Όμως, τότε φαντάζομαι πως είμαστε πολλοί εκείνοι που στα οικογενειακά τραπέζια στεκόμαστε σιωπηλοί και νιώθουμε να μας πνίγει μια κατά τ’ άλλα οικογενειακή ευτυχία.

Ξέρεις, όταν στέλνουν φίλοι απαντώ πως είμαι καλά, γιατί δεν ξέρω αλήθεια τι άλλο μένει να πω πως είμαι. Κι αν καμιά φορά θέλω να πω τα νέα μου, τα ξεφουρνίζω γνωρίζοντας πως δεν ενδιαφέρουν κανέναν ουσιαστικά και πως περιμένουν απλώς να τελειώσω για να πουν τα δικά τους. Και τότε φαντάζομαι πως είμαστε πολλοί εκείνοι που ψάχνουμε τους φίλους μας που μένουν μακριά ή που ζουν κι εκείνοι τις ζωές τους. Πως είμαστε πολλοί εκείνοι που αγαπούν πια με ένα παράπονο κι είναι εντάξει αυτό, γιατί πόσο να σε νιώσει κανείς όταν μένουν 6 ώρες για ύπνο;

Ξέρεις, θέλω να κάνω παιδιά. Κι ύστερα σκέφτομαι πως θα ‘ναι κι άλλοι που ίσως δε θα μπορέσουν ποτέ, που θέλουν μα φοβούνται πως ο χρόνος δε θα φτάσει, που το σώμα τους, σαν και το δικό μου, θα είναι αφιλόξενο και κρύο, όση θέσμη κι αν έχει η καρδιά.

Ξέρεις, θέλω να προχωρήσω. Θέλω να κάνω πράγματα για μένα, να ταξιδέψω ξοδεύοντας αυτά τα 5 χιλιάρικα που κρατάω στην άκρη για μια ανάγκη, λες κι αυτή δεν είναι. Λες και υπάρχουν οι ανάγκες οι σοβαρές κι οι αστείες. Θέλω να κλείσω δωμάτιο σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο και να φάω κρουασάν από το ρουμ σέρβις χωρίς τύψεις με θέα το Αιγαίο κάπου τον Μάιο, που δεν μπορώ ποτέ να κάνω διακοπές. Θέλω να ζήσω ινταγκραμικά και ντρέπομαι τόσο γι’ αυτό, γιατί μάλλον θα με κάνει λιγότερο ουσιαστικό άνθρωπο το να το παραδεχτώ. Έτσι σωπαίνω κοιτώντας προσφορές που ποτέ δεν πάνε ταμείο. Κι ύστερα σκέφτομαι πόσοι είναι εκείνοι που κλικάρουν σε αρχικές, νιώθοντας τόσο λίγοι που δεν μπορούν να ζήσουν σαν και τις φωτογραφίες.

Ξέρεις, καμιά φορά η δουλειά μου με πνίγει. Με τρώει, με καταπιέζει. Και τότε κλαίω πάνω από το πισί να το ξορκίσω πριν χτυπήσει ακριβώς και πάλι το ρολόι. Και δεν είναι πως δεν την αγαπώ ή τη βαριέμαι, αλλά θέλω να είμαι κι άλλα πέρα απ’ αυτή κι αναρωτιέμαι αν ποτέ μετά τα 25 μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος πέρα από τα Σαββατοκύριακα. Και τότε φαντάζομαι πως είμαστε πολλοί εκείνοι που τις Παρασκευές τα βράδια παίρνουν μια μεγάλη ανάσα κι εύχονται απλώς να μην τους τελειώσει ο αέρας πριν την επόμενη αναπνοή. Σκέφτομαι πως είμαστε πολλοί, όσοι κοιτάνε το ρολόι και λένε πως σήμερα θα πάνε για καφέ και θα αγοράσουν εκείνο το συνολάκι που είδαν και τους άρεσε, μα όταν πια φεύγουν από τη δουλειά έχει πάει εννιά και το αφήνουν γι’ αύριο πάλι. Που ψάχνουν τον ήλιο μέσα από σκοτεινά γραφεία. Κι ας μην τον βρίσκουν κάθε μέρα.

Ξέρεις καμιά φορά δεν την αντέχω την ευθύνη. Του πρώτου παιδιού, του υπεύθυνου, του διαχειριστή, του συντρόφου, του μεγάλου αδερφού. Θέλω να μη με νοιάζει, να μην υπάρχει μισός άνθρωπος να περιμένει κάτι από μένα και να μπορώ να κάνω λάθη, πολλά κι ατελείωτα. Κι ύστερα σκέφτομαι πως είμαστε πολλοί που πνιγόμαστε στην ευθύνη κι άλλοι που βολεύονται ξέροντας ότι ποτέ δε θα την αναλάβουν. Που διχάζομαι για το αν κάνουμε κάποια θυσία, αν είμαστε απλά ηλίθιοι ή κάπως ψώνια, γιατί ποιος αντέχει να του πουν πως δεν τα κατάφερε;

Ξέρεις είναι κάποιες μέρες που νιώθω πως δεν επιστρέφω την αγάπη που μου δίνουν. Και τότε θυμάμαι πως είναι τόσοι εκείνοι που την αναζητούν, κι όμως πολλές φορές εξαντλούνται από την προσπάθεια, γιατί είναι πραγματικά πολύ κουραστικό άθλημα η αγάπη. Αναρωτιέμαι πόσοι είναι κι αυτοί που την έχουν πια δεδομένη, και τότε νιώθω βλάκας που δεν την εκτιμώ όπως της αξίζει. Μετά πάλι ξεχνιέμαι, όμως, όπως το κάνουν τόσοι και τόσοι μαζί με μένα.

Κοίτα, εγώ ονειρεύομαι πως μια μέρα όλοι αυτοί οι μόνοι, με κάποιον τηλεπαθητικό τρόπο θα επικοινωνήσουμε και θα μπορέσουμε ο ένας ν’ απαντήσει στα ερωτήματα του άλλου. Και πια δε θα είμαστε μόνοι, και θα σκουντιόμαστε σαν έχει ήλιο, θα νανουριζόμαστε κάθε που βραδιάζει, δε θα ξεχνάμε ν΄αγαπάμε πιο ηθικά. Ίσως κάποια στιγμή, να γίνει αυτό κι οι φίλοι να καταλάβουν, να θελήσουν ν’ ακούσουν, να βρεθεί επιτέλους αυτός ο χρόνος που κυνηγάμε. Ίσως πάλι, να είμαστε πολλοί αυτοί που το πιστεύουμε. Τόσοι, που περιμένοντας για κάποιο θαύμα να συμβεί, αυτός να είναι κι ο λόγος που δε συμβαίνει.