Γράφει η Τ.Γ.

«Και να, που έφτασε η βραδιά που δεν περίμενα» ο στίχος του τραγουδιού που ακούω. Σκέφτομαι πως μάλλον κάπου εδώ είναι η τραγουδίστρια, να με παρακολουθεί και να μου το αφιερώνει. Όχι, ούτε εγώ δεν περίμενα αυτή τη βραδιά. Για να είμαι ειλικρινής είχα γεμίσει την ντουλάπα μου με εύκολα καλοκαιρινά ρούχα για όλα εκείνα τα βράδια που θα σε περίμενα να σχολάσεις για να μου τηλεφωνήσεις πριν ξεκινήσεις για το σπίτι και να μου πεις «ετοιμάσου, πάμε βόλτα», να ανεβαίναμε στη μηχανή τα μεσάνυχτα και να κάναμε τον γύρο του νησιού χωρίς να μιλάμε, απολαμβάνοντας τη διαδρομή αγκαλιασμένοι. Λάτρευα το σημείο με το παγκάκι που γελούσαμε προσπαθώντας να βγούμε φωτογραφίες. Πόσες φορές η φαντασία καλπάζει και σχεδιάζει ολόκληρα ταξίδια. Δεν τη φρενάρεις, όσο κι αν το προσπαθείς.

 

 

Είναι μέρες τώρα που νιώθουμε χαμένοι. Μέρες που ψάχνουμε να πιαστούμε από κάτι για να κρατηθούμε, για να αντέξουμε. Ξέρεις, πάντα πίστευα πως εμείς ήρθαμε στον κόσμο για να συναντηθούμε. Κάποιος μας είδε από ‘κει ψηλά και το έβαλε στόχο να ενώσει δυο διαφορετικούς-ίδιους ανθρώπους. Εμένα και σένα. Τι είδε πάνω μας και το αποφάσισε; Φαινόμασταν μάλλον κι οι δυο τόσο μόνοι μέσα στους χιλιάδες αυτού του κόσμου. Εσύ κυριολεκτικά συμβιβασμένος κι ‘γω ανάμεσα πάντα στο πλήθος με ‘κείνο το παγωμένο χαμόγελο, που φώναζε από μακριά «θέλω να ξεφύγω».

Και πώς ήξερε ότι θα τα καταφέρναμε; Δεν το ήξερε. Το ρίσκαρε. Μας δοκίμασε πολύ για να μας ενώσει. Εσένα σε κράτησε μόνο σου να βολοδέρνεις σε μέρη άγνωστα ψάχνοντας τα πατήματά σου και μένα με έβαλε μπροστά στη μέχρι τώρα ζωή μου και μ’ έφερε προ των ευθυνών μου. Μέχρι που κι οι δυο τολμήσαμε κι είπαμε «Ναι, γιατί όχι;».

Κι όποιος κι αν το αποφάσισε, μας ένωσε τελικά. Ψυχές και σώματα σε απόλυτη ταύτιση. Τρόμαζα, σου λέω κάποιες φορές. Πού ήσουν τόσα χρόνια; Πώς με είχες αφήσει μόνη; Αλλά χαμογελούσα λέγοντας πως ποτέ δεν είναι αργά. Χάιδευα τα μαλλιά σου το βράδυ που κοιμόσουν και σε θαύμαζα. Ήσουν τόσο όμορφος στα μάτια μου. Ψάχναμε ν’ ακουμπήσουμε ο ένας τον άλλον.

Έτσι σμίξαμε και γίναμε τσουνάμι. Σου κρατούσα το χέρι και σου έλεγα να μη φοβάσαι. Αντέχουμε. Μάθαμε ν’ αντέχουμε, γιατί από πολύ νωρίς εκείνη η φαντασία μας που κάλπαζε μας έδινε πληροφορίες για επόμενα όνειρα, για στόχους και σχέδια που αδημονούσαμε. Είχες ένα «γαμημένο» τρελό πείσμα που μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω. «Ρε, είμαι ικανός για όλα, δε με ξέρεις καλά», μου έλεγες. Το διαπίστωσα όταν σ’ έμαθα.

Μετρήσαμε αποστάσεις και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ο ένας του άλλου κι αποδείξαμε πως ήταν αποστάσεις εκατοστών δίπλα σε όλα αυτά που περιμέναμε να συμβούν. Σου είπα πως η υπομονή είναι αρετή, αλλά όχι στις σχέσεις. Εκεί είναι ένα «μαζί» κι ένα «πάντα» που μας οδηγεί. Είναι ελπίδες που χτίζουμε και κάστρα που δεν γκρεμίζονται στο πρώτο ελαφρύ κυματάκι.

«Δε φεύγει απόψε άλλος ένας, μα μια ολόκληρη ζωή» συνεχίζει το τραγούδι. Τα μάτια μου θόλωσαν, αλλά ξέρω τι θέλω να γράψω και λίγο με νοιάζει πλέον πώς. Δεν είσαι εδώ. Δεν είμαστε μαζί. Πού είναι εκείνος τώρα από ψηλά να μου εξηγήσει γιατί; Τι κάναμε τόσο σωστό που τρόμαξε και μας χώρισε; Δε γίνονται λάθη στην αγάπη. Και ‘μεις αγαπιόμαστε πολύ. Και του ξοφλήσαμε πολλές φορές που μας άφησε μακριά τον έναν από τον άλλον. Τώρα που ήρθε η στιγμή να ορίσουμε το «μαζί», μας χώρισε.

Πόσο άδικο είναι. Μας άδειασε, μόνους, πεταμένους τον καθένα στη γωνιά του. Τι θα κάνουμε; Πώς θα προχωρήσουμε; Άφησα πίσω μου τη μοναξιά τόσων χρόνων και τώρα καλούμαι να ξανασυστηθώ μαζί της. Και σένα σου απέδειξε ό,τι τόσο καιρό απέφευγα. Πως τελικά το «μόνος» ήταν αυτό που ήθελες πάντα για σένα.

«Λοιπόν αγάπη μου, αντίο όπου κι αν πας» κλείνει το τραγούδι και’ γω βάζω τη δική μου τελεία.

Αφιερωμένο στον Στέφανο.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου