Γράφει η Αλίκη Παπαδοπούλου.

Σ’ αγαπούσα εκείνο το πρωί. Όπως σηκώθηκες κι ετοιμαζόσουν για τη δουλειά, εγώ έκανα πως κοιμόμουν. Περίμενα να αισθανθώ εκείνο το φιλί που μου έδινες πάντα πριν κλείσεις την πόρτα πίσω.

Μου το έδινες, πάντα μου το έδινες. Κάποιες φορές μου χάιδευες και τα μαλλιά και τραβούσες την κουβέρτα να με σκεπάζει ολόκληρη. Μετά σηκωνόμουν και πήγαινα στη δουλειά με τη μυρωδιά σου κολλημένη πάνω μου όλη μέρα. Λέγαμε τηλεφωνικό καλημέρα γύρω στις εννιά.

Δε σου είπα ποτέ το μυστικό μου σ’ αυτό το καλημέρα. Έκλεινα τα μάτια και χαζογελούσα όταν μου το ‘λεγες, σ’ έφερνα κοντά μου, σχεδόν σε άγγιζα. Το καλημέρα σου έμοιαζε με ένα ζεστό ρόφημα σοκολάτας, αυθεντικής και παχύρρευστης που έπινα κάθε πρωί μονορούφι.

Δεν πιστεύω ποτέ να μέτρησες την αξία του κάθε καλημέρα που μου είπες. Για ‘μένα ήταν το αναγκαίο συστατικό που θα ‘φτιαχνε τη μέρα μου ηλιόλουστη. Είναι αυτό το δια δυο που θα επιβεβαίωνε ότι η σκέψη μου για σένα θα βρει απάντηση στη σκέψη σου για μένα.

Έτσι σταμάτησα να αναρωτιέμαι για την αγάπη. Μου είχαν δοθεί όλες οι απαντήσεις. Μ’ αγαπούσες κι αυτό ήταν αρκετό. Παραδόθηκα.

Μα εκείνο το πρωί δεν με φίλησες ούτε με χάιδεψες ούτε με σκέπασες. Κι εγώ σου κρατούσα μούτρα όλη μέρα. Έφτασε το βράδυ για να καταλάβω ότι οι κλήσεις μου καταχωρήθηκαν ως αναπάντητες στην οθόνη του κινητού σου, το ίδιο και τα μηνύματα.

Δεν κατάλαβα πώς τέλειωσε. Δεν κατάλαβα πως πήρες την απόφαση. Τίποτα δεν κατάλαβα. Κάπου χαθήκαμε, συνηθίσαμε, κάπου ξεχάσαμε, κάπου βάλαμε κυρίαρχα τα πρέπει και σκορπίσαμε όσα θέλαμε στ’ αλήθεια. Κι αυτά που θέλαμε ήταν όσα είχαμε ήδη.

Θυμήθηκα πως αυτό που λάτρευα σε ‘σένα ήταν τα μάτια σου. Ήταν πράσινο με μελί. Όχι, δεν τα αγάπησα γι’ αυτό. Και μαύρα να ήταν πάλι θα με ταξίδευε ο βυθός τους, η ζεστασιά που μου έδιναν, η εξυπνάδα που έβλεπα όταν τρεμόπαιζαν στο φως. Πάντα μου έλεγες πως έχει πολύ πιο ωραία μάτια εκεί έξω, κι εγώ επέμενα ότι κανένα δε μοιάζει στα δικά σου. Για να με πειράξεις, τα άνοιγες όπως με φιλούσες και κοιτούσες ψηλά κι εγώ τρελαινόμουν.

Θυμήθηκα κι άλλα μετά το τέλος. Πως όσα ένιωθα δεν τα είπα ποτέ ντόμπρα και ειλικρινά, παρά μόνο τα έκρυβα πίσω από εγωισμούς, καρφιά κι επιθετικότητα στη μάχη μιας αρένας για το ποιος θα βγει νικητής, ποιος θα έχει το δίκιο.

Θυμήθηκα ότι δεν είπα «σ’ αγαπώ» ενώ έφευγες. Προτίμησα να πω «επιλογή σου» λες και στο χωρισμό δεν ευθύνονται κι οι δύο.

Θυμήθηκα τα βράδια να μαγειρεύω και να με αγκαλιάζεις τρυφερά ενώ έκοβα το μαρούλι. Θυμήθηκα ότι έπλενες τα πιάτα όποτε με έβλεπες κουρασμένη, λες και δεν ήσουν κι εσύ το ίδιο. Θυμήθηκα την αγκαλιά στο κρεβάτι, σε σχήμα εμβρύου, όταν ήμουν κρυωμένη. Μας θυμήθηκα στο μπαλκόνι ένα καλοκαιρινό βράδυ να κοιτάμε τον ουρανό μες’ το σκοτάδι και να μου κλείνεις το μάτι ενώ έπεφτε ένα αστέρι.

Κάποιοι ψάχνουν την αγάπη μα είναι δύσκολο να τη βρουν. Εμείς την είχαμε πάντα πιο πολύ απ’ όλα τα υπόλοιπα.

Ήμουν καλή στα μαθηματικά, πάντα μου το χτυπούσες, γιατί ήσουν ένα πλην από ‘μένα.

Μα εντούτοις βρίσκω άλλο αποτέλεσμα στην πράξη μας απ’ ότι εσύ. Οι πράξεις μου ήταν να προσθέσω δυσκολίες, να αφαιρέσω λάθη, να διαιρέσω χαρά, να πολλαπλασιάσω ευτυχία και να βρω τη ρίζα στο δίλημμα. Ξέρεις τι βρήκα;

Βρήκα στιγμές στο τετράγωνο. Είδα εικόνα εμένα δίπλα σου. Βρήκα το χέρι μου να αγγίζει το δικό σου. Βρήκα επιμονή κι υπομονή στα άσχημα.

Πάντα στις μεγάλες αποφάσεις το πηλίκο μας ήταν δια ένα. Εσύ τις έπαιρνες, όπως κι εκείνο το πρωί που δε με ξύπνησες για το αντίο.

Ακόμα αναρωτιέμαι τι παραπάνω να έδινα που έδωσα όσα μπορούσα ως άνθρωπος κι ως γυναίκα.

Όχι δεν αποποιούμαι των ευθυνών. Αποποιούμαι την επιλογή του τέλους. Γιατί θα ήθελα πολύ να το παλέψω κι ας ήταν η τελευταία μάχη που θα ήμασταν συναγωνιστές.

Όλα όσα δε σου είπα μας έφεραν εδώ.

Όσα αγάπησα σε ‘σένα και ξέχασα να στα λέω ξανά και ξανά. Αν τότε καταλάβαινα πως ήταν πιο σημαντικό αυτό που είχαμε παρά από το οτιδήποτε άλλο, δεν θα ξεχνούσα.

Όσα δεν τόλμησα να σου πω μέσα από το φόβο πως θα φύγεις και φόραγα την ακριβοπληρωμένη μάσκα του «όλα καλά».

Το μεγαλύτερο λάθος ήταν που δεν είπα πως μου ήταν αρκετά όσα ζήσαμε και δεν ήθελα άλλα.

Σήμερα θέλω να σου πω σ’ αγαπώ, σε σκέφτομαι και σε θέλω εδώ. Σε έχω ανάγκη για να ονειρεύομαι.

Τολμώ να τα πω σε ‘μένα γιατί εσύ δεν είσαι κοντά.

Περίεργο που τα λόγια περισσεύουν στο τέλος. Μοιάζουν να σε ειρωνεύονται.

Πάντα σε νικάει αυτό το χτυποκάρδι, οι αναμνήσεις που σου χτυπάνε και πόρτες και παράθυρα κι αυτές οι σκέψεις, που όλο δυναμώνουν αφού ανοίξεις στο pc το folder με τις φωτογραφίες.

Τα βλέμματα κάποτε αρκούσαν μα όταν σε είδα πρώτη φορά μετά το χωρισμό, αισθάνθηκα στα χείλη τη γεύση πικρής χαλασμένης καραμέλας. Ήταν τα χαλασμένα λόγια που δεν είπα. Πάλιωσαν πια.

Δε φοβάμαι την αλήθεια. Τολμώ να τα πω τώρα. Εσύ τολμάς;