Η διαδικασία της συζήτησης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής λεκτικής επικοινωνίας. Ο όρος «συζήτηση» αφορά την ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών για ένα θέμα, είτε οι απόψεις των συμμετεχόντων (των ‘interlocutors’, σύμφωνα με την ορολογία της γλωσσολογίας) συγκλίνουν είτε υπάρχει αντιπαράθεση. Βλέπουμε, όμως, παντού γύρω μας παραδείγματα συζητήσεων οι οποίες καταλήγουν σε μικρές ή μεγαλύτερες παρεξηγήσεις, αφού χάνουμε κάτι πολύ βασικό στην επικοινωνία μας. Πόσο αποτελεσματική και παραγωγική μπορεί να είναι η ανταλλαγή απόψεων, όταν οι συνομιλητές δεν ακούνε πραγματικά και ουσιαστικά ο ένας τον άλλον;

Μπορεί μια τέτοια ερώτηση να ακούγεται παράξενη, καθώς, σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον, θεωρείται δεδομένο πως ακούς τον άλλον πριν του απαντήσεις. Δυστυχώς, όμως, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ο συνομιλητής μας να μη μας ακούει προσεκτικά, φιλτράροντας τα λεγόμενά μας, αλλά να εκμεταλλεύεται το «νεκρό» χρόνο (το χρόνο στον οποίο ο ίδιος δε μιλάει) προκειμένου να σκεφτεί την απάντησή του, κυρίως με σκοπό όχι μόνο να πείσει, αλλά (κυρίως) να αποστομώσει τον άλλον. Μια τέτοια πρακτική συνήθως εκπορεύεται από το γεγονός ότι πολλοί επιθυμούν (εκτός από δίκιο), να έχουν και τον τελευταίο λόγο σε μια συζήτηση, με τέτοιο τρόπο, συχνά που να κάνει τον συνομιλητή τους να μην μπορεί ή (στις περισσότερες περιπτώσεις) να μη θέλει να συνεχίσει τη συζήτηση.

Πάμε, όμως, λίγο, να εξερευνήσουμε σε ένα μεγαλύτερο βάθος τις πρακτικές που υιοθετούμε στην καθημερινή μας επικοινωνία, οι οποίες καθιστούν δυσμενείς τις διαδράσεις μας με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Οι πρακτικές αυτές μπορεί να πηγάζουν από το γεγονός ότι θέλουμε πάντα να έχουμε δίκιο, το οποίο συνυφαίνεται άμεσα με μια ολοένα και πιο παρατηρούμενη έλλειψη ανοχής προς την άποψη που είναι αντίθετη από τη δική μας. Η έλλειψη αυτή, λοιπόν, μας κάνει να διακόπτουμε το συνομιλητή μας (συχνά με αγένεια), να κλείνουμε επιδεικτικά τα αυτιά μας απέναντι στην αντίθετή του άποψη και να εστιάζουμε περισσότερο στο να προσβάλλουμε και να μειώσουμε τον ίδιο προσωπικά κι όχι στο να προσπαθήσουμε να αντικρούσουμε τα λεγόμενά του με λογικά επιχειρήματα.

Πρέπει σ’ αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το ότι κάποιος δε συμφωνεί με αυτό που λέμε εκείνη τη στιγμή δε σημαίνει απαραίτητα ότι δε μας αποδέχεται και δε μας αξιολογεί ως ίσους μ’ αυτόν ως προσωπικότητες. Αν δηλαδή συμφωνούσατε σε όλα πιστεύεις πως θα γινόταν διάλογος; Η διαφωνία πολλές φορές μπορεί να αποτελέσει έναν πιο δημιουργικό και παραγωγικό τρόπο συζήτησης, αρκεί πάντοτε να λαμβάνει χώρα πολιτισμένα κι όχι με διάθεση για κατά μέτωπο προσβολή στο ήθος και στην προσωπικότητα του άλλου.

Όπως λέει κι ένας άνθρωπος που θαυμάζω πολύ, ο οποίος είναι, συν τοις άλλοις και ένας εξαιρετικός συζητητής: «Είμαι πολύ σίγουρος ότι κατάλαβες τι είπα, δεν είμαι, όμως, καθόλου σίγουρος ότι κατάλαβες τι εννοούσα». Η φράση αυτή, που δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται, σχετίζεται με την ορθή χρήση του «νεκρού» χρόνου στα πλαίσια μιας συζήτησης, η οποία μπορεί να βοηθήσει τη συζήτηση να διεξαχθεί ομαλά και πολιτισμένα.  Η ορθή αυτή χρήση αφορά, όχι μόνο στην επεξεργασία και στο φιλτράρισμα των όσων ακούμε, αλλά και στη διαχείριση της εσωτερικής μας διάθεσης απέναντι στα λεγόμενα του συνομιλητή μας, που ενδεχομένως να γεννά την παρορμητική μας ανάγκη να τον διακόψουμε και ως εκ τούτου, επιβάλλεται να οριοθετείται.

Κλείνοντας, λοιπόν, πάμε να κλείσουμε την κάνουλα της παρόρμησής μας να πολεμούμε λεκτικά μετά μανίας τις απόψεις που δε μας χαϊδεύουν τα αυτιά. Πάμε να μάθουμε να συζητάμε περισσότερο, ποιοτικότερα και πιο πολιτισμένα, και πού ξέρετε. Ίσως αυτό μας κάνει λίγο σοφότερους όσο περνά ο καιρός.

 

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου