Είναι γνωστό πως, όσο μεγαλώνουμε, τείνουμε να αντιμετωπίζουμε με έκπληξη και απορία τις συνήθειες που είχαμε κάποια χρόνια πριν. Ατάκες του στιλ «πώς το κάναμε αυτό το πράγμα τότε ρε φίλε;» δίνουν και παίρνουν στις συζητήσεις για θέματα γενικού ενδιαφέροντος, που μπορεί να κυμαίνονται από (σταδιακά βελτιούμενες;) διατροφικές συνήθειες μέχρι εξόδους που κανονίζονται τελευταία στιγμή.

Σε αυτό το τελευταίο θα ήθελα να σταθούμε λίγο παραπάνω. Εδώ πρέπει να παραδεχτούμε ότι ώρες-ώρες τις νοσταλγούμε εκείνες τις εποχές του αράγματος στο πάρκο με παρέα, μεγάλη ή μικρή. Πρόκειται για εκείνη τη χρονική περίοδο της ζωής μας που μπορεί να κρατά από την εφηβεία μας μέχρι και λίγο μετά από τα φοιτητικά μας χρόνια, για εκείνο τον καιρό που οι ενήλικες ευθύνες δεν είχαν ακόμη φανεί στον ορίζοντα. Γιατί, όσο και να μην το παραδεχόμαστε, καλά τα μπαράκια, τα night clubs και τα in στέκια των πόλεών μας εν γένει, είναι φορές που «ο παλιός εαυτός μας θέλει ένα ξεσάλωμα στο καμίνι του κόσμου», που θα έλεγε και ο αγαπημένος Solmeister. Mε άλλα λόγια, όσο κι αν αγαπάμε τα cocktails και τις fancy βραδιές για ποτό, υπάρχουν κάποια βράδια που η περιπτερόμπιρα και το παγκάκι ασκούν μια περίεργη έλξη επάνω μας.

Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι βραδιές αυτές έχουν τρομερή ποικιλομορφία όσον αφορά στο ξεκίνημα. Μπορεί να βγήκες για μια μοναχική βόλτα, άσχετα, με φούτερ, φόρμα και ελάχιστα χρήματα just in case, ίσα για να αδειάσεις κάπως τις σκέψεις σου, συνάντησες κάποιο φίλο που έχεις καιρό να δεις και αράξατε μαζί. Μπορεί, επίσης, η (συνήθως ανάμεικτη από άποψη φύλων) παρέα να μη γούσταρε σε εκείνη τη φάση μεγαλειώδεις εξόδους ή να είχε να συζητήσει κάποιο σοβαρό θέμα, μακριά από τη βαβούρα και την πολυκοσμία κάποιου μπαρ. Εξίσου πιθανό σενάριο είναι, επίσης, μια έξοδος τέτοιου τύπου με τον κολλητό ή την κολλητή, σε κάποια φάση που ο ένας από τους δυο της παρέας βρισκόταν στα κάτω του. Διαλέγεις και παίρνεις.

Σε αντίθεση με την ποικιλία που διέπει την έναρξη αυτής της βραδιάς, η συνέχειά της είναι, λίγο ή πολύ, γνωστή. Ως άλλος εύζωνας, αψήφησες το δριμύ κρύο του χειμώνα ή την κουφόβραση και τα κουνούπια του καλοκαιριού και βγήκες «για λίγο, μωρέ». Εννοείται πως αυτό το «λίγο» κρατά για ώρες ολόκληρες, αφού το βράδυ αυτό –από το οποίο, σημειωτέον, δεν περίμενες και πάρα πολλά- εξελίχθηκε σε μια βραδιά που θα θυμάσαι για χρόνια, είτε επειδή γέλασες με την ψυχή σου, είτε επειδή μια σοβαρή κουβέντα που έλαβε χώρα σας έδεσε ακόμη περισσότερο.

Έτσι, λοιπόν, παίρνετε τις μπίρες σας και αράζετε σε εκείνο το παγκάκι, σε εκείνο το πάρκο που κρυβόσασταν στα κλεφτά τα απογεύματα ή τα βράδια μετά το φροντιστήριο, έστω για λίγο. Κάθεστε στις ίδιες θέσεις που καθόσασταν τότε, αρχίζετε να μιλάτε και τελειώνετε κυριολεκτικά αύριο, αφού συνήθως η κουβέντα κρατά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Συνήθως το line up της κουβέντας ξεκινά από νέα και ζητήματα της καθημερινότητας και μπορεί να φτάσει μέχρι και φιλοσοφικά ζητήματα του τύπου «η θέση μας στο άπειρο του σύμπαντος».

Ω, ναι! Αυτές είναι οι βραδιές των άπειρων πιθανοτήτων, οι νύχτες εκείνες οι οποίες ξεκινούν με τη χειρότερη δυνατή διάθεση και σε αφήνουν με την αίσθηση ότι κάτι υπέροχο μπορεί να συμβεί. Αυτά τα ξενύχτια μας δένουν με αγαπημένους ανθρώπους, μας αποσυμφορίζουν από τις εντάσεις της καθημερινότητας, μπορεί να μας κάνουν να αναθεωρούμε κάποιες απόψεις μας μα, πάνω απ’ όλα, μας κάνουν να νιώθουμε ξανά μικροί, λειτουργώντας σαν διάλειμμα από τις ενήλικες ζωές μας.

Γι’ αυτό, λοιπόν, καλό είναι να τις χαιρόμαστε αυτές τις βραδιές και να τις ζούμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Είναι λίγες, είναι σπάνιες και δεν κρατούν για πάντα, όπως η ανάμνησή τους. Besides, γιατί να μην χαρίζεις στον εαυτό σου ένα χαμόγελο κάθε φορά που περνάς από το παρκάκι της γειτονιάς σου, ακόμη και σε άσχετες ώρες της ημέρας;

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου