“Freeze! I’m Ma Baker, put your hands in the air, gimme all your money…”. Με τον πρώτο στίχο αυτού του τραγουδιού δίνεται το έναυσμα, για να ξεσηκωθεί ένα ολόκληρο μαγαζί. Η ντίσκο μουσική σχεδόν δύο δεκαετίες κυριαρχούσε στις πίστες χορού, επηρέασε κουλτούρες και διαμόρφωσε στιλιστικές απόψεις.

Η υπερβολή ήταν παντού: θεόρατα γεμάτα τακούνια, ολόσωμες φόρμες, σκαφτά κορμάκια και κολάν τέρμα κολλητά, κρεπαρισμένο μαλλί αφάνα να φτάνει στο Θεό και τσίτα παντελόνια για όλους. Και φυσικά χρώματα, χρώματα παντού. Κι όλα τα χρώματα χωρίς εξαίρεση σε λαμέ, λεοπάρ, νέον, μεταλλιζέ, με χρυσόσκονη και ασημόσκονη πάντα και παντού.

Και φυσικά χορός. Χωρίς συγκεκριμένα βήματα, χωρίς χορογραφίες, χωρίς μέτρο. Ατελείωτες ώρες στην πίστα, που πάντα βρισκόταν στο κέντρο του μαγαζιού κι έπιανε τον περισσότερο χώρο. Δε χρειαζόταν να ξέρεις το διπλανό σου, όλοι χορεύανε με όλους χωρίς διακρίσεις.

Ίσως γι’ αυτό να συνδέθηκε η ντίσκο μουσική με την κοινότητα των Αφροαμερικανών, των Λατίνων και την αντίστοιχη των ομοφυλοφίλων. Ίσως βέβαια η δύναμη της ντίσκο που ένωνε ανθρώπους κάτω από μια ντισκομπάλα, να ενόχλησε κάποιους πολέμιους και να βρήκαν έρεισμα για ρατσιστικά σχόλια. Και πώς να μην ενωθείς με τους άλλους και να μη χορέψεις μ’ αυτό το μείγμα funk, soul και pop μουσικής με στοιχεία salsa που έχει έναν ρυθμό ασταμάτητο;

Η γενιά του ’50 και του ’60 μεγάλωσε κι ανδρώθηκε μέσα στις ντίσκο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η ντίσκο έπεσε άδοξα στη μάχη με τη ροκ μουσική, την ημέρα κατεδάφισης της Ντίσκο όπως είναι γνωστή ως Disco Demolition Night στο Σικάγο, όπου καταστράφηκαν άπειροι δίσκοι ντίσκο στο διάλειμμα ενός αγώνα baseball.

Στη συνέχεια, η ύφεση έκανε την ντίσκο συνώνυμο του κακού γούστου και το ντίσκο στιλ έκανε την εμφάνισή του μόνο ως αποκριάτικη στολή, μέχρι που ήρθαν στη μόδα κάποια στοιχεία της που λίγο τη θυμίζουν. Παρόλα αυτά από την ντίσκο προέκυψαν ή επηρεάστηκαν ως ένα βαθμό η Hi-NRG, η house και η ηλεκτρονική ποπ μουσική.

Οι λάτρεις όμως της ντίσκο δεν έχουν μειωθεί. Η γενιά, που την έζησε στην ακμή της, ξεκλέβει στιγμές, για να πάει στις ελάχιστες αυθεντικές ντίσκο που υπάρχουν, περιμένοντας υπομονετικά στην ουρά, για να ξεδώσει. Αναπολούν στιγμές έξαλλες, κάτω από μια ασταμάτητη ντισκομπάλα, τότε που προσπαθούσαν να μιμηθούν τον ατελείωτο Τζον Τραβόλτα στην ταινία «Πυρετός το σαββατόβραδο» ή ονειρευόντουσαν να χορεύουν ασταμάτητα στους δρόμους στους ρυθμούς του “Fame” και του “Flashdance”.

Βρίσκουν την ευκαιρία να ντυθούν όπως τότε, χωρίς να τους νοιάζει η υπερβολή και τα σχόλια του κόσμου. Για αυτούς είναι η εποχή των νιάτων τους, που δεν είχε να κάνει με μεθύσια και κολλήματα σε οθόνες κινητών, αλλά είχε χορό χωρίς όρια κι ένα είδος ελευθερίας, σπάνιο για τους πολιτικά δύσκολους καιρούς.

Εμείς οι μεταγενέστεροι, συνδέσαμε την ντίσκο με τον παππού και τη γιαγιά και τις περούκες των Boney M με τις απόκριες. Όμως μια επίσκεψη σε ντίσκο, ως μια άλλη μορφή εναλλακτικής διασκέδασης έχει πολλά θετικά. Μπορείς να παρατηρήσεις ένα άλλο στιλ διασκέδασης, όπου η πίστα του χορού (και όχι το μπαρ) έχει τον κυρίαρχο ρόλο. Όλοι χορεύουν με όλους, οι κινήσεις δεν είναι ίδιες και υπάρχει απόλυτη ελευθερία, ακόμη κι αν ο ρυθμός δεν είναι κάτι που κατέχεις.

Φοράς κολάν με χρώματα χωρίς να είσαι καρναβάλι —είναι στη μόδα άλλωστε— και το μαλλί σου μπορεί να παραμείνει, έτσι όπως ήταν όταν ξύπνησες το πρωί. Βάφεσαι όπως θέλεις και γελάς όσο θέλεις, με τη μόνη υποχρέωση να φορέσεις άνετα παπούτσια —ναι και αθλητικά— που δε θα γλιστράνε και δε θα σε κουράσουν, γιατί ο χορός σε μια ντίσκο δε σταματάει ποτέ.

Είναι μαγικό πώς καταφέρνει ένα είδος μουσικής σαν την ντίσκο να σε τονώνει τόσο πολύ και να σε κάνει να γελάς ακατάπαυστα. Αν το καλοσκεφτείς, τα πιο γνωστά τραγούδια του είδους, έχουν μέσα τη λέξη “alive”. Και είναι λογικό γιατί με τέτοιο ρυθμό, τόσο χρώμα, διάθεση και χορό, μόνο ζωντανός μπορείς να νιώσεις.

Κι αν θες να το διακωμωδήσεις και λίγο, ντύσου σαν τον Λάζαρο του «Είσαι το ταίρι μου» —απίθανος Άρης Σερβετάλης— και χόρεψε στον καθρέπτη σου σαν τον Bobby Farrell (Boney M) και θα καταλάβεις.

 

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου