Φεύγοντας απ’ το κέντρο της Θεσσαλονίκης και παίρνοντας το δρόμο για την Καλαμαριά, περνάς την περιοχή Ντεπώ κι εκεί θα δεις τα πιο παλιά κι ιστορικά νεοκλασικά σπίτια της πόλης. Ανάμεσα τους επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας στον αριθμό 263 βρίσκεται ένα ερειπωμένο σπίτι σε σχήμα πύργου, όπως πολλά νεοκλασικά που χτίστηκαν σχεδόν πριν έναν αιώνα. Το συγκεκριμένο σπίτι έχει καταγραφεί ως ένα από τα «στοιχειωμένα» σπίτια της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη άλλωστε είναι μια πόλη αιώνων, η οποία φιλοξένησε στους κόλπους της αναρίθμητες εθνότητες, φιλοξένησε όλες τις κοινωνικές τάξεις και είναι λογικό κι αναμενόμενο να δημιουργούνται διάφοροι θρύλοι κι αστικοί μύθοι. Μόνο που οι αστικοί μύθοι των πόλεων δε μιλάνε για νεράιδες και ξωτικά αλλά μυστήρια που προκύπτουν από εγκλήματα πάθους και μίσους απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους. Είναι γνωστό ότι ο Λευκός Πύργος ονομαζόταν «Πύργος του αίμaτος» για πολλά χρόνια, γιατί λειτουργούσε ως φυλακή και τόπος βασανιστηρίων. Η μετονομασία τους σε «Λευκό Πύργο» έγινε κυρίως, για να εξαγνιστεί από το αιμaτοβαμμένο του παρελθόν, ακόμα κι αν δεν άσπρισε ποτέ. Έτσι κι αλλιώς μόνο το λευκό σβήνει τα του λεκέδες του παρελθόντος.

Το στοιχειωμένο σπίτι επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας 263 έχει μια ιστορία για την οποία υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις. Ό,τι πληροφορία υπάρχει, προκύπτει κυρίως από προφορικές μαρτυρίες, δεισιδαιμονίες και φοβίες. Η ιστορία του ξεκινάει μεν απ’ την εποχή της Τουρκοκρατίας αλλά η περιοχή εκεί γνώρισε μεγάλες δόξες χρόνια αργότερα, καθώς τα σπίτια που χτίστηκαν εκεί προοριζόταν για εξοχικές κατοικίες καθώς ήταν πέρα απ’ τα τείχη της πόλης. Με την πάροδο των χρόνων τα εξοχικά πλήθαιναν κι έγιναν μόνιμες κατοικίες. Σήμερα ένας μεγάλος αριθμός αυτών των σπιτιών έχουν αναπαλαιωθεί και χρησιμοποιούνται είτε για δημόσιες υπηρεσίες είτε για ιδιωτική χρήση, ενώ υπάρχουν κι αυτά που είναι εγκαταλελειμμένα. Υπάρχει κι αυτό στο νούμερο 263 που όμως κρύβει ένα άλλο μυστικό.

Επί τουρκοκρατίας, υπάρχουν κάποιες αναφορές ότι το οικόπεδο άνηκε σε έναν πλούσιο Οθωμανό μπέη, ο οποίος είχε πολλές γυναίκες. Όταν μία από αυτές επαναστάτησε εναντίον του, γιατί την κακομεταχειριζόταν, εκείνος την έπνιξε με σχοινί και δήλωσε αργότερα ότι αυτοκτόνησε. Πριν από μερικά χρόνια μία ψυχοερευνήτρια που επισκέφτηκε το στοιχειωμένο σπίτι αυτό, δήλωσε ότι έμαθε το όνομα αυτής της κοπέλας, η οποία εικάζεται ότι έχει στοιχειώσει το σπίτι. Το οίκημα που είναι χτισμένο αυτή τη στιγμή, ξεκίνησε να κτίζεται το 1918, μετά και τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που έκαψε σχεδόν το 80% της πόλης. Κάποιοι λένε ότι το χτίσιμο τελείωσε το 1922. Κάποιοι λένε ότι τελείωσε το 1924. Το σίγουρο ήταν όμως ότι κράτησε πάρα πολλά χρόνια η ανοικοδόμησή του για λόγους που κανένας δε γνωρίζει αυτή τη στιγμή. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι πρώτοι ψίθυροι για καταραμένο κτίριο κι άλλα συναφή.

Κάποιες αναφορές λένε ότι οι πρώτοι ιδιοκτήτες ήταν ένα ζευγάρι, οι οποίοι είχαν αισθανθεί κάποια παραφυσική δραστηριότητα με βραδινούς ήχους και περίεργες αισθήσεις. Θέλησαν τότε να το ξεφορτωθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οι μετέπειτα ιδιοκτήτες ήτανε δύο αδέλφια, οι οποίοι δεν είχαν δικές τους οικογένειες και χρησιμοποίησαν το σπίτι ως χαρτοπαικτική λέσχη. Το οξύμωρο της υπόθεσης ήταν ότι όταν εκδιώχθηκαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης την περίοδο της Κατοχής, πολλές εβραϊκές οικογένειες είχαν εμπιστευτεί σ’ αυτά τα δύο αδέρφια κοσμήματα μεγάλης αξίας, τα οποία λέγεται ότι κρύφτηκαν μέσα σε αυτό το σπίτι. Είχαν την ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσουν στην πόλη τους και με αυτά τα κοσμήματα, θα μπορέσουν να ξαναστήσουν τις ζωές τους. Κάποιοι ίσως να σκεφτούν ότι λόγω της ιδιότητας της λέσχης, αυτά τα κοσμήματα να είχαν μπει στο θησαυροφυλάκιο τον αδερφών ως ενέχυρα για χρέη απ’ το τζόγο.

Σχεδόν όλα τα νεοκλασικά της Θεσσαλονίκης, έτσι κι αυτό κατασχέθηκε απ’ τους Ναζί και χρησιμοποιήθηκε ως ανακριτικό κέντρο της Γκεστάπο. Οι Γερμανοί μετέτρεψαν τους χώρους του ισογείου και του υπογείου σε τόπους βaσανιστηρίων. Ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου οι γείτονες ανέφεραν ότι άκουγαν πολύ συχνά τσιρίδες, ουρλιαχτά και άλλους ήχους που βγάζει ένας άνθρωπος, όταν υποφέρει, από τα υπόγεια του σπιτιού αυτού. Ο αστικός μύθος θέλει το σπίτι μετά να κατοικείται από κάποιους πρόσφυγες, οι οποίοι κυνηγήθηκαν από τους αντάρτες αλλά κι αυτοί ζήτησαν να φύγουν αμέσως, γιατί άκουγαν το βράδυ ήχους και ψιθύρους που τους τρόμαζαν πάρα πολύ. Μια άλλη αναφορά θέλει μια οικογένεια να νοικιάζει το ισόγειο και να φεύγουνε, τρέχοντας την επόμενη μέρα για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Κατά καιρούς οι γείτονες του συγκεκριμένου αρχοντικού δήλωναν ότι έβλεπαν περίεργα φώτα μέσα κι ακούγανε διάφορους ήχους ειδικά το βράδυ. Δε θα μας παραξένευε αν αυτά τα φώτα τελικά οφείλονταν σε φαναράκια κι αυτοσχέδιους φακούς κι οι ήχοι ήταν τα βήματα αυτόν που πήγαιναν το βράδυ κι έκαναν πλιάτσικο. Ένα τέτοιο πλούσιο οίκημα ήταν αναμενόμενο να έχει πολλά και πλούσια υλικά, καθώς είχε χτιστεί, για να φιλοξενήσει μία ευκατάστατη οικογένεια και δεν είχε τίποτα να ζηλέψει απ’ τα γύρω αρχοντικά.

Φτάνουμε λοιπόν σχεδόν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κι όλο το μυστήριο αρχίζει και περιπλέκεται ακόμα περισσότερο. Ο μύθος πλέον θέλει κάθε έναν που θέλει να επενδύσει σ’ αυτό το ακίνητο, να χάνει τη ζωή του με ύποπτο τρόπο. Ήδη πλέον είχε γίνει γνωστό ότι ιδιοκτήτες του σπιτιού ήταν πολλοί σε αριθμό κι όταν αποφάσισαν να κάνουν κάτι μ’ αυτό το σπίτι, συνέβη κάτι αναπάντεχο. Ο εργολάβος που ανέλαβε τις επισκευαστικές εργασίες, έχασε ξαφνικά τη ζωή του από έμφραγμα ενώ ο αρχιτέκτονας κι ο μηχανικός σκοτwθηκαν σε τροχαίο εκτός Θεσσαλονίκης.

Εκτός απ’ αυτή την ιστορία, υπάρχει και η μαρτυρία ενός γνωστού Θεσσαλονικιού φωτογράφου, ο οποίος, όταν πήγε να βγάλει φωτογραφίες στο σπίτι αυτό, ένιωσε ένα πόνο στο στομάχι και η φωτογραφική του μηχανή έπεσε από τα χέρια του και διαλύθηκε. Παραδόξως είχε μαζί του και ένα μαγνητοφωνάκι, το οποίο και χρησιμοποίησε, για να ηχογραφήσει τους ήχους που ακουγόταν μέσα στο σπίτι. Η μαρτυρία του λέει ότι ηχογράφησε ένα κομμάτι, στο οποίο ακούγονται τα αμάξια έξω στο δρόμο και κάποια γαβγίσματα ενώ παρατήρησε ότι υπήρχε ένα κενό 7 δευτερολέπτων. Όταν ξαναέβαλε να την ακούσει την κασέτα, ο ίδιος δήλωσε ότι σε εκείνα τα εφτά δευτερόλεπτα ακουγόντουσαν κάποια βαριά βήματα να πλησιάζουν και κάποιες λέξεις που ακουγόταν ψιθυριστά, απ’ τα οποία όμως δεν έβγαινε κάποιο νόημα. Τώρα αλήθεια ή ψέμα κανείς δεν ξέρει.

Αυτοί που δεν πιστεύουν στο μύθο, δικαιολογούν τους ήχους και τις βραδινές λάμψεις με πιο λογική διάθεση. Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι υπήρχαν εργάτες απ’ την περιοχή της Πυλαίας, οι οποίοι μπαίνανε το βράδυ και κλέβανε τα υλικά απ’ το συγκεκριμένο σπίτι, καθώς ήταν απ’ τα καλύτερα της εποχής και το σπίτι ήταν φυσικά αφύλαχτο και ειδικά μετά τη ναζιστική κατοχή είχε υποστεί αρκετές ζημιές. Τις τελευταίες τουλάχιστον τρεις δεκαετίες ο ισόγειος και προαύλιος χώρος του σπιτιού χρησιμοποιείται ως αποθήκη οικοδομικών υλικών. Ο ιδιοκτήτης της αποθήκης είναι κι ένας απ’ τους αναρίθμητους ιδιοκτήτες του οικήματος κι έχει πει πολλές φορές το αυτονόητο: ότι είναι πολλοί ιδιοκτήτες εκ των οποίων κάποιοι ζουν στο εξωτερικό και για αυτό δεν μπορούν να έρθουν σε συμφωνία για το τι θα γίνει τελικά μ’ αυτό το σπίτι. Και ίσως τελικά να ισχύει κάτι που πολλές φορές ο σοφός λαός το έχει πει: όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει. Κι οι σοφίες του λαού σπάνια πέφτουν έξω.

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος