Ένα τσούρμο παιδιών μαζεμένο γύρω από την τούρτα γενεθλίων. Χαμόγελα, ευχές και γέλια. Άλλος ένας χρόνος θα έφερνε στιγμές. Θα γύριζε τα πάνω κάτω. Τρικυμίες και νηνεμίες, όπως κάθε χρόνος της ζωής που τον έκανε μεγαλύτερο και σοφότερο. Κάθε φορά ο χρόνος ήλπιζε για καλύτερες στιγμές. Έγραφε στο τεφτέρι του τις απώλειες, τα λάθη, τις επιτυχίες. Ο χώρος διακοσμημένος με γιρλάντες, πολύχρωμα μπαλόνια και κέφι για ζωή. Ξόρκιζε με την ανεμελιά της τα δύσκολα. Τα κεριά σε αριθμό ακόμη λιγοστά. Προμήνυαν πως η νεότητα βρισκόταν στο άνθος της, στην τρέλα της, στο καρδιοχτύπι της. Ελπίδα, χαρά, φως, χειροκροτήματα. Η ζωή στο απόγειο της νιότης.

Το κερί περίμενε να σβήσει τον χρόνο. Να προχωρήσει στον επόμενο, τον καλύτερο, τον πιο ελπιδοφόρο. Έλιωνε για τη μεγάλη στιγμή. Οι φίλοι μαζεμένοι ολόγυρα ανυπομονούσαν να απολαύσουν τη σοκολατένια πανδαισία, βουτηγμένη στη σαντιγί. Οι γλυκόπικρες εμπειρίες της χρονιάς, θα έλιωναν στο στόμα τους και η τούρτα, πηγή απόλαυσης της γλύκας της.

«Έλα, σβήσ΄ το!» Αυτό ήταν. Το έσβησε και με αυτό έσβησε και ο προηγούμενος χρόνος στο χτες.

Αυτό τώρα εκθρονίστηκε από τον θώκο του. Έσυρε βαριά τα βήματά του. Στιγμές χαράς, αλλά και λύπης φώλιασαν στη νεανική ψυχή. Σαν να πέταξε αποδημητικό πουλί για ζεστότερα μέρη, πιο φιλόξενα. Και μετά έγινε ουράνιο τόξο και χάθηκε μες στο σύννεφο. Ένα δάκρυ κύλησε στο έδαφος, για όλα τα συμβάντα του χθες. Κάποια σχημάτισαν έναν καπνό από «γιατί;», μαζί με τη φλόγα του κεριού που έσβηνε για πάντα. Άλλα πάλι, σχημάτισαν τα πέταλα ενός χρυσανθέμου. Σύμβολο χαράς στην φθινοπωρινή μελαγχολία.

Τώρα το χτες του ανθρώπου μιλά στο σήμερα πριν κλείσει την πύλη του και δώσει την σκυτάλη στο τώρα. Αναρωτιέται αν θα έπραττε τα χτεσινά καλύτερα. Μετά παρηγορείται πως θα μπορούσε να τα πράξει και χειρότερα ή και καθόλου. Το σήμερά του, σοφότερο, γνέθει με τα νήματα του χτες. Βρήκε την άκρη της κλωστής και κλώθει ξετυλίγοντας το κουβάρι των εμπειριών. Τώρα μεσόκοπο, πιο κατασταλαγμένο, λιμάρει του φόβους του παρελθόντος και ξύνει παλιές αμυχές, αναπολεί στιγμές.

Η τούρτα του σε κάθε τώρα, γεμίζει με περισσότερα κεριά. Πιο πολλά φορτία και προβληματισμούς. Τα καλά νέα είναι πως μένει στο σήμερα. Μένει στην παρούσα εβδομάδα, τη μέρα, την ώρα, την στιγμή. Ξαφνικά τα σύννεφα διαλύονται. Πετά όλα τα φορτία από το αερόστατο των φορτισμένων σκέψεών του. Αυτά γίνονται δώρα της ελευθερίας του. Κάθεται γοητευμένο από την άντληση των πλούσιων εμπειριών και κλείνει το μάτι στην ευτυχία που άλλη μια μέρα του έχει χαριστεί, να τη ζήσει με τα μικρά και τα μεγάλα της. Μπορεί να της μιλήσει, να την αγκαλιάσει και εάν είναι τυχερός να του ανταποδώσει και αυτή τα δώρα της. Χορεύει μαζί της, τώρα. Το βυθισμένο χτες αποχαιρετά το αύριο, το άγνωστο αύριο. Τώρα είναι η τρέλα της νιότης και ίσως δεν υπάρχει αύριο.

Στο συμπαντικό του μεγάκοσμο, ξεπηδούν παρελθοντικές εικόνες γεγονότων που ακόμη δεν έχει συλλάβει. Ο βιοϋπολογιστής του δεν έχει ακόμη καταφέρει να τις επεξεργαστεί. Το παρελθόν του αποτελείται ήδη από περασμένες εικόνες που πήραν τον δρόμο τους και έφυγαν. Όσο για το παρόν, ισχύει για τόσο όσο χρόνο του χρειάζεται να το επεξεργαστεί με τα αισθητήριά του όργανα, για να συνειδητοποιήσει την αντικειμενική του πραγματικότητα.

Στρέφει το βλέμμα στο μέλλον με τα δεδομένα του σήμερα. Γίνεται διαμεσολαβητής του πάνω με το κάτω, του πνεύματος με την ύλη. Ό,τι αποκόμισε με την γνώση, τον βοήθησε σημαντικά, αλλά πάντα η αλήθεια του θα είναι περιορισμένη στα πλαίσια των δυνατοτήτων της ανθρώπινης φυσιολογίας και δογματικής. Όπως λέει και ο Δημόκριτος, δυο είναι τα είδη γνώσης. Αυτή των αισθήσεων και εκείνη της διάνοιας. Η πρώτη, αποτελεί τη νόθα γνώση. Η άλλη, αποτελεί την γνήσια, τη διάγνωση του αληθινού.

Τώρα σπάει τον καθρέφτη του matrix στον οποίο είναι εγκλωβισμένος ο εαυτός του. Αντιλαμβάνεται το ψευδές γύρω του. Στο σύμπαν της σύγχρονης επιστημονικής πραγματικότητας, το «Εδώ» είναι το «Παντού» και το «Τώρα» είναι το «Χτες» και το «Αύριο». Στο είδωλο του εικονικού αυτού matrix, η ανατροπή, είναι ζήτημα χρόνου. (Μ. Δανέζης)

Εσύ σε ποιον κόσμο ζεις;

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά