Ήταν τόσο σκοτεινά. Μαυρίλα, παντού μαυρίλα. Βυθιζόταν μέσα σε αυτό το πνιγερό και ζοφερό σκοτάδι. Έπρεπε και όμως πέρα από αυτό το τετράγωνο, αυτό στο οποίο βρισκόταν εγκλωβισμένος, να υπάρχει κάτι παραπάνω κάτι πιο ενδιαφέρον, κάτι πιο συναρπαστικό.

Είχε σχεδόν χάσει τα δυο από τα πολυτιμότερα δώρα της ζωής του. Σύμβολα του κόσμου όλου. Μέσα από αυτά έβλεπε το φως. Το φως που όταν το είχε το θεωρούσε κάτι αυτονόητο. Έτσι εμείς οι άνθρωποι θεωρούμε καθετί που μας δωρίστηκε από τη θεία χάρη, αυτονόητο και φυσικό. Έπειτα, όμως, ήρθε το αναπάντεχο που γύρισε τον τροχό της μέχρι τώρα ζωής του. Κάτι απόλυτα θλιβερό που τον έβγαζε εκτός πορείας. Έτσι τουλάχιστον αισθανόταν, αρκετό καιρό τώρα.

Σε αυτό τον ιστό  τον οποίο βυθιζόταν, ξαράχνιαζε τις μνήμες, πώς ήταν το πριν. Το πριν, που δεν τολμούσε καν να το ξεστομίσει. Σαν να ήταν κάτι το ιερό, κάτι το άπιαστο.

Τότε καθόταν πάλι στη μικρή γωνίτσα του μυαλού του ένα τόσο μικρό «γιατί», κι όταν αυτό προσπαθούσε να φουσκώσει, να μεγαλώσει, έμοιαζε να θέλει να τον κατασπαράξει. Αυτό το «γιατί» καθόταν σε μια γωνιά. Ήθελε να βάλει τα κλάματα παραπονεμένο, αλλά όχι, θα το έλιωνε να έτσι, με το παπούτσι του. Έτσι για να μην τον ρωτάει.

Το ατύχημά του συνέβη απρόσμενα, αθόρυβα, ύπουλα, σιωπηλά. Δεν του χτύπησε την πόρτα για να το καλέσει να περάσει. Εισέβαλε με τσαμπουκά και σάρωσε την ψυχή του, την καθημερινότητά του, τη ζωή του. Ναι, θυμάται εκείνη τη μέρα με όλες τις λεπτομέρειες. Του δημιουργούσαν μια αίσθηση πίκρας στη γεύση -και να πεις πως έπινε τον πρωινό καφέ του πικρό. Ελληνικό και με ολίγη ζάχαρη. Όπως και σήμερα, στο πικρό ποτήρι στο γραφείο του οφθαλμιάτρου που είχε επισκεφτεί, ξανά, κι όχι μόνο αυτόν, αφού γύριζε σαν πλανόδιος από γιατρό σε γιατρό. Εξετάσεις, διαγνώσεις, επιβεβαιώσεις, απορρίψεις.

«Λοιπόν κ. Ψυχάρη η αιτία που εντοπίζω εγώ βλέποντας όλες τις εξετάσεις σας δείχνει μόλυνση από αίτια που πρέπει ακόμη να εξερευνηθούν.»

«Και η κουρτίνα γιατρέ, η κουρτίνα που σκοτεινιάζει τα μάτια μου; Μπορεί η κατάστασή μου να γίνει αναστρέψιμη;»

H φωνή του τώρα έβγαινε από βάθος, τρεμάμενη, σχεδόν τσακισμένη.

«Θα δούμε κ. Ψυχάρη κάνετε υπομονή, θα δούμε θα κάνουμε ό,τι είναι καλύτερο.»

Υπομονή, υπομονή, αυτή η άτιμη γ@μημένη υπομονή. Κούνησε το κεφάλι του ως ένδειξη κατανόησης, των ιατρικών λόγων και όρων, ενώ μέσα του έβραζε. Άρπαξε, σχεδόν, τη συνταγή με τα  αμέτρητα κολλύρια που του συνέστησε ο ιατρός. Έκλεισε την πόρτα του ιατρείου με φόρα. Ξεφύσησε σαν να πνιγόταν. Από ένα ερωτηματικό, κάτι αποσιωπητικά και με μια δόση κατηγόριας προς τον εαυτό του ή προς ποιον; Πάσχιζε να βρει ένοχο να φορτώσει το βάρος αυτό σε κάποιον, σε κάτι, για να το ξεφορτωθεί, να ανασάνει. Μάταια.

Tώρα, ούτε τηλεόραση, ούτε εφημερίδα, ούτε διαδίκτυο. Κι εδώ που τα λέμε δε θα έβλεπε και τίποτα όμορφο να εξελίσσεται στον κόσμο τούτο. Ο κόσμος γινόταν όλο και πιο ξένος, βάρβαρος, πρωτόγονος. Λες και γύριζε την ιστορία πίσω. Αντί να καλυτερεύει μέρα με τη μέρα χειροτέρευε, αιμορραγούσε, ψυχορραγούσε. Σχέσεις αποδεκατισμένες, φιλίες σαπισμένες. Βία, εξόντωση. Καλύτερα που δεν έβλεπε. Ευκαιρία να οξύνει περισσότερο άλλα αισθητήρια όργανά του. Είχε και την ακοή, την όσφρηση, τη γεύση, την αφή. Ήταν πλούσιος, τελικά, και τόσο καιρό δεν το γνώριζε;

Σώπασε κι έκανε δυο βήματα μπροστά, πιο θαρραλέα. Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να πει πως το νιώθει, μα κάποια μέρα ίσως. Ίσως, να μπορούσε να νιώσει ως και τυχερός. Να μπορέσει να μάθει να βλέπει με μάτια αλλαγμένα. Και ναι, να είναι δικά του. Ίσως, όχι σήμερα, μα κάποια μέρα…

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου