Ελπίδα.

Ο φωτεινός ήλιος που τρεμοπαίζει πάνω στα βρεγμένα φύλλα των καταπράσινων δέντρων, στο δάσος της χαράς, που είναι πάντα γεμάτο με μονόκερους.

Βρε δε μου γαμιέστε!

Ναι, ωραία και καλή η ελπίδα –στα παραμύθια.

Αλλά μην το ψάχνεις, γιατί την Κοκκινοσκουφίτσα την τρώει ο λύκος και τελειώνει εκεί, η ωραία Κοιμωμένη ξυπνάει γιατί γεννάει (καταλαβαίνουμε τι έκανε ο πρίγκιπας) και ο Αλαντίν είναι ένα παιδάκι που απλά τον παίζει και έχει φαντασιώσεις.

Σας ξενέρωσα; Χαίρομαι.

Όχι, μην το πάρετε στραβά. Δε θέλω να σας πω ότι δεν υπάρχει ελπίδα και ας γίνουμε όλοι μαζί Εmo. Όχι.

Εγώ θέλω να σας γνωρίσω την άλλη πλευρά της ελπίδας. Η ελπίδα θεωρούμε ότι είναι μια αγνή παρθένα, αλλά εγώ θα σας συστήσω την σκατοκαργίολα πλευρά της ελπίδας. Αυτή που υπάρχει για να μας τυραννάει.

Που γουστάρει να μας ρίχνει στο δαιδαλώδη λαβύρινθο που φτιάχνει στο μυαλό μας, μόνο και μόνο με την ύπαρξη της, χωρίς καν να κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι.

Τι σας λέω τώρα, ε;

Οκ. Πάμε όλοι μαζί να δούμε μια μυθολογική προσωπικότητα και να το πιάσουμε από ‘κει.

Σας θυμίζω τον Σίσυφο. Ο δόλιος ήταν καταδικασμένος να σπρώχνει έναν βράχο σε μια ανηφόρα και τελικά να του πέφτει από την άλλη πλευρά, γιατί δεν κωλοκαθότανε στην κορυφή.

Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήλπιζε ότι κάποια στιγμή θα κατάφερνε να το κάνει και ότι το μαρτύριο του θα έληγε εκεί. Ακόμα και μετά από χιλιάδες χρόνια, όταν είδε ότι δεν έπαιζε το σκηνικό, αυτός θα συνέχιζε να προσπαθεί.

Μετά από μερικούς μήνες θα είχε γίνει ντούκι, στην καλύτερη. Όταν πιάνεις τους αιώνες, φαντάζομαι, φτάνεις στην εξαθλίωση.

Σας θυμίζει κάτι το όλο σκηνικό;

Σου ‘ρχεται κάτι καινούργιο –ένας άνθρωπος, μια κατάσταση, μια δουλειά.- Ξεκινάς με χαρά το όλο σκηνικό, αλλά κάπου το πράγμα χαλάει. Σε φτύνει ο άνθρωπος, σου γυρνάει ανάποδα η κατάσταση και στη δουλεία, τα καθήκοντα σου δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που σου πρότειναν στην αρχή.

Ξέρεις ότι η κατάσταση είναι τελειωμένη και το λογικό είναι να πας παρακάτω.

Αλλά, μάντεψε. Αρχίζεις και ελπίζεις!

Κάτι δειλά-δειλά αρχίζει και ξυπνάει μέσα σου, ότι «έλα μωρέ, κάτι μπορεί να αλλάξει». Και τι κάνεις φίλε μου; Παραμένεις στην κατάσταση και ελπίζεις.

Εντωμεταξύ ο κόσμος προχωράει, και ‘συ μένεις στάσιμος σε λιμνάζοντα ύδατα, με την μούχλα και τη μπίχλα να βρωμίζει ολόκληρη την ύπαρξη σου.

Πώς ονομάζεται αυτή η μπίχλα; «Και αν…;».

Και αν αλλάξει γνώμη ο άνθρωπος (γκόμενος ή φίλος, δεν έχει σημασία) και με θέλει; Αν μου κάτσει η κατάσταση; Αν με αγαπήσει το αφεντικό μου και μου αναβαθμίσει το πόστο; Σήμερα μου μίλησε πιο γλύκα, άρα μπορεί να θέλει κάτι παραπάνω. Χθες το αφεντικό μου δε με εβρίσε όταν του πήγα τον καφέ ως συνήθως, κάναμε ένα βήμα.

Πιο βήμα και πιο παραπάνω; Δεν γίνονται όλα για μας και δε σχετίζονται όλα με μας.

Σου μίλησε γλυκά γιατί είχε μιλήσει πριν με το «αίσθημα» και ήταν ακόμα υπό την επήρεια.

Το δε αφεντικό σου απαξίωσε ολόκληρη την ύπαρξη σου, γι’ αυτό δε σε βρίσε.

Αλλά η ελπίδα τα κατάφερε και τα μπουρδούκλωσε τόσο πολύ στο μυαλό σου, που σε έκανε να πιστέψεις στο κάτι καλύτερο, όταν το καλύτερο απλά δεν υπήρξε. 

Έτσι, βρίσκεσαι να πνίγεσαι στο χάος του να ελπίζεις.

Μήπως τελικά σωστά τα είπε ο Καζαντζάκης «…δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος»;

Κοίτα να δεις που κάποτε το σνόμπαρα και το απαξιούσα, καθώς έλεγα μα γιατί; Ωραία δεν είναι η ελπίδα; Έπρεπε να τα ζήσω για να πω τελικά ότι υπάρχει και η χαρά του να μην ελπίζεις.

Και τι θα κάνουμε; Να σταματήσουμε να ελπίζουμε όλοι μαζί και με τη μια, δε λέει.

Μάλλον χρειάζεται να μετριάσουμε λίγο την ελπίδα και να ξέρουμε σε τι ελπίζουμε. Μια πιο ρεαλιστική ελπίδα, να είναι μια πιο έντονη.

Είναι ρεαλιστικό να ελπίζω ότι θα χάσω δέκα κιλά μέσα στον επόμενο χρόνο, ενώ είναι λιγότερο ρεαλιστικό να ελπίζω ότι θα γίνω νευροχειρούργος κάποια στιγμή στην ζωή μου.

Ίσως το δημώδες «είσαι η ελπίδα μας, πήδα, πήδα, πήδα μας» να έχει κρύβει κάπου μια αλήθεια. 

Να μας πηδάει πολύ έντονα η ελπίδα μας, αυτή είναι η σκατοκαργίολα πλευρά της.

Συντάκτης: Κλέαρχος Σταματουλάκης