Αν κάτι έχω καταλάβει μέχρι στιγμής, είναι ότι σε μία σχέση ποτέ τα αισθήματα δε θα είναι ισάξια, ισότιμα, αμοιβαία. Πάντα κάποιος θα πονάει περισσότερο κι άλλος λιγότερο. Πάντα κάποιος θα λυγίζει, θα κάνει περισσότερες θυσίες και θα είναι πιο ερωτευμένος από τον άλλον. Με λίγα λόγια, πάντα θα είναι και οι δύο μαλάκες, απλά ο ένας λίγο περισσότερο από τον άλλον.

Σε πολλές περιπτώσεις λοιπόν, ο ένας θα προλάβει να νιώσει περισσότερα, θα την πατήσει αν θες, πιο γρήγορα απ’ ότι ο άλλος. Θες επειδή προχώρησε πρώτα με το μυαλό του, ενώ δεν έπρεπε; Επειδή ενθουσιάστηκε; Επειδή παρερμήνευσε σημάδια του άλλου, που άλλα σήμαιναν και άλλα κατάλαβε; Ας είναι.

Κι έρχεται αυτή η μοιραία στιγμή της ερωτικής εξομολόγησης, που λίγο-πολύ όλοι τη φοβηθήκαμε, την αποφύγαμε, αλλά και τη ζήσαμε. Άλλες φορές με όμορφη κατάληξη, άλλες όχι.

Ένας από τους δύο τότε, που νιώθει ερωτευμένος, αποφασίζει να το πει στον άλλον. Οπλίζεται με θάρρος, αυτοπεποίθηση, κι αφού έχει ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά κι έχει υπεραναλύσει στο μυαλό του καμιά τριανταριά φορές όλες τις πιθανές αντιδράσεις του άλλου, κάνει το μεγάλο βήμα, λέγοντας τέσσερις λέξεις.

«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου».

Ας πάμε λίγο στη θέση του άλλου, εκείνου δηλαδή που εισπράττει αυτήν την εξομολόγηση. Αν νιώθει το ίδιο, θα ανταποκριθεί αναλόγως.

Αν όμως δεν το νιώθει;

Αν δε νιώθει το ίδιο, δε θα πει «κι εγώ». Κι αυτή είναι μία πράξη που απαιτεί κότσια, δύναμη κι αρχίδια. Γιατί αν δεν είναι μία φορά εύκολο για τον άλλον που δε βρίσκουν τα αισθήματά του ανταπόκριση, για τον άλλον που του τα γκρεμίζει είναι δέκα φορές πιο δύσκολο.

Και πρόσεξε, δεν αναφέρομαι σε αυτούς που κατά βάθος νιώθουν το ίδιο και το ξέρουν, αλλά δειλιάζουν και φοβούνται. Αλλά σε αυτούς που δε θέλουν να κοροϊδεύουν τους άλλους. Σε αυτούς που τα λένε όλα με απλό τρόπο, δεν κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, και πάντα θα επιλέγουν το δύσκολο δρόμο της αλήθειας, αντί του εύκολου κι ευκαιριακού ψέματος.

Δε θα σου χαϊδέψουν τα αυτιά, και θα σου φερθούν ξηγημένα, επειδή πιστεύουν ότι σου αξίζουν τα ξεκάθαρα κι όχι οι κοροϊδίες. Και πίστεψέ με, μεγαλύτερο κομπλιμέντο δε θα εισπράξεις.

Όταν όμως μιλάμε για καψούρα κι έρωτα, η κρίση θολώνει, κι η λογική δέχεται απανωτά κλοτσίδια από σώμα και ψυχή. Γι’ αυτό και θα προτιμούσες να σου πει εκείνη τη στιγμή ένα γλυκό ψέμα, να μην πληγωθείς, να μην απογοητευτείς. Κι αν δεν ακούσεις αυτό το γλυκό ψέμα, θα απογοητευτείς, θα θυμώσεις μαζί του, και θα τον θεωρήσεις αίτιο των χανγκόβερ που θα ακολουθήσουν.

Αν βρεθείς λοιπόν σε αυτήν την κατάσταση, εξομολογηθείς δηλαδή τα συναισθήματά σου σε κάποιον κι αυτά δε βρουν αντίκτυπο, θέλω να σκεφτείς τι είναι χειρότερο: η αλήθεια που πονάει, αλλά ταυτόχρονα σου ξεκαθαρίζει το τοπίο και ξέρεις τι πρέπει να περιμένεις πια από τον άλλον; Ή ένα ψέμα, που θα σου προσέφερε χαρά μερικών λεπτών, αλλά μετά από λίγο θα έπεφταν οι μάσκες και θα καταλάβαινες πως στο έργο της ζωής σου εσύ έχεις το ρόλο του τραγικού πρωταγωνιστή, με τον άλλον να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένας κομπάρσος;

Και θέλω κάπου εδώ να προσθέσω και αυτό: μπορεί να λέμε πολλές φορές ότι καλύτερα η αλήθεια παρά το ψέμα, αλλά όλοι μας κάποια στιγμή εισπράξαμε την αλήθεια από τον άλλον και δε μας άρεσε, δεν τη θέλαμε. Δεν πρέπει όμως.

Γιατί άλλο να κατηγορήσεις κάποιον επειδή απλώς δεν αισθάνθηκε ό,τι εσύ για εκείνον και σου το είπε ξεκάθαρα και ντρόμπρα, και άλλο να κατηγορήσεις τον άλλον επειδή σου αράδιαζε πόσα ψέματα κι άλλες τόσες δικαιολογίες, επειδή δεν είχε τα κότσια να είναι ειλικρινής.

Κι ούτε θέλω να βγάλω τους δεύτερους τελείως ρεμάλια, απλώς ο πόνος που προξενούν είναι με μαθηματική ακρίβεια πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που προξενούν οι πρώτοι.

Οι πρώτοι προξενούν έναν πόνο βασισμένο στην αλήθεια, ενώ οι δεύτεροι βασισμένο στο ψέμα. Οι πρώτοι απογοητεύουν κάποιον στην εξομολόγηση της αλήθειας μιας στιγμής, ενώ των τελευταίων η συμπεριφορά μπορεί να κρατήσει μήνες, ακόμη και χρόνια. Κι εκεί η απογοήτευση δε συγκρίνεται.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ειρήνης Μανουσαρίδου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου