Κατά καιρούς μας έχει απασχολήσει έντονα το ερώτημα αν σε μια σχέση παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο η επαφή ή αν έρχεται σε δεύτερη μοίρα, με το συναισθηματικό δέσιμο και την επικοινωνία να προηγούνται. Η απάντηση ποικίλει γενικά από ζευγάρι σε ζευγάρι, αν όμως αναλύσουμε λίγο περισσότερο τι σημαίνει το κομμάτι της ερωτικής πράξης μέσα στη σχέση θα συνειδητοποιήσουμε πως η ζυγαριά δε γέρνει περισσότερο ή λιγότερο κάπου, αλλά η θέση τους είναι ισάξια.

Η επαφή είναι καθαρά ένας τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των συντρόφων. Είναι εκείνο το μέσο που ο ένας εκφράζει στον άλλον την επιθυμία του, τον έρωτά του και τον διεκδικεί σωματικά και συναισθηματικά. Μέσα από αυτήν την επαφή, η σωματική μας ευχαρίστηση συναντά τη συναισθηματική μας ικανοποίηση και γίνεται το απαραίτητο πάντρεμα. Φυσικά, όλα θέλουν τον σωστό συνδυασμό και τις απαραίτητες δόσεις. Ας συμφωνήσουμε όμως πως το να κάνεις έρωτα με τον σύντροφο σου είναι σημαντικό δείγμα αγάπης κι ενδιαφέροντος.

Όσο τα χρόνια όμως περνούν, μπορεί να αρχίσει να μειώνεται κι αυτό είναι εν πολλοίς αναμενόμενο. Τι γίνεται όμως όταν η συχνότητα της ερωτικής επαφής είναι μειωμένη από την αρχή της; Το πιο σύνηθες και λογικό στο μυαλό μας είναι πως όταν βρίσκεσαι στα πρώτα βήματα της σχέσης, περνάς την ειδυλλιακή περίοδο όπου όλα είναι τέλεια και κολλάς στα μέλια. Εκεί λοιπόν περιμένεις το παιχνίδι να είναι συχνό αφού και οι δύο βρίσκονται στο στάδιο που επιθυμούν πολύ ο ένας τον άλλο. Είναι ανησυχητικό λοιπόν όταν ο ένας από τους δυο βαριέται ή δεν έχει συχνά όρεξη κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης περιόδου; Είναι σημάδι ότι δεν επιθυμεί αρκετά τον σύντροφό του;

Σε γενικές γραμμές η απάντηση θα μπορούσε να είναι πως ναι. Όμως τίποτα δεν είναι τόσο απλό όταν μιλάμε για ανθρώπινες σχέσεις. Η άρνηση για ερωτική επαφή μπορεί όντως να σημαίνει μειωμένη επιθυμία απέναντι στο άλλο πρόσωπο είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα. Στην πρώτη περίπτωση, εκείνος που αποστασιοποιείται πιθανόν να γνωρίζει ότι δε λαχταρά τόσο το ταίρι του αλλά να παραμένει στη σχέση για διαφορετικούς λόγους που μπορεί να ποικίλουν.

Στη δεύτερη, μπορεί να μην έχει καταλάβει ούτε ο ίδιος ότι δεν είναι τόσο ερωτευμένος. Ενδέχεται να έχει τόσο πολύ ανάγκη από μια σχέση, από έναν σύντροφο που να μην μπορεί να δει καθαρά ότι το άτομο που έχει δίπλα του δεν τον εμπνέει τόσο γι’ αυτό. Η τρυφερότητα και η συντροφικότητα να μπερδεύονται με μια τρυφερή φιλία και εκεί το ερωτικό στοιχείο παραμερίζεσαι άδοξα κι άκομψα. Σαφώς υπάρχει και η τρίτη εκδοχή εκείνη που θέλει το άτομο να έχει υποστεί στο παρελθόν μια εμπειρία που κατατάσσει την ερωτική πράξη στην κατηγορία του τραύματος, οπότε κι αδυνατεί να αφεθεί και να την απολαύσει.

Η λογική των ερωτευμένων επιτάσσει άλλου είδους αντίδραση, ειδικά τον πρώτο καιρό. Το σώμα λαχτάρα -και πιο πολύ ο εγκέφαλος- ζητά τόσο πολύ τον άλλον, που τις περισσότερες φορές μπορεί να θέλουμε περισσότερη επαφή από όση μπορούμε να πραγματοποιήσουμε. Δε βλέπουμε την ώρα να βρεθούμε μόνοι με τον σύντροφό μας και να παραδοθούμε στα χέρια του. Αυτές βέβαια είναι οι προσδοκίες που έχουμε και που συχνά ανήκουν στη σφαίρα του ουτοπικού, γι΄αυτό ίσως μια συμπεριφορά σαν την άνωθεν μπορεί να μας ξενίζει και να μας προβληματίζει.

Βέβαια, επειδή ποτέ δεν πρέπει να είμαστε αφοριστικοί και μονόπλευροι, οι λόγοι που μπορεί ο σύντροφός μας να μην κυνηγά τόσο την επαφή μπορεί να μην επαφίεται σε τίποτα από όσα αναφέρθηκαν. Να μην έγκειται καν σε βαρεμάρα, τραύμα, ή απόρριψη. Εάν έχει βγει πρόσφατα από έναν χωρισμό, εάν συμβαίνουν διαφορά πράγματα στην επαγγελματική ή και προσωπική του ζωή, είναι απόλυτα φυσιολογικό να μην έχει όρεξη για περιπτύξεις. Ακόμη όμως κι αυτό, με συζήτηση και κατανόηση αντιμετωπίζεται.

Το σημαντικό είναι αρχικά, να γνωρίζουμε καλά τα δικά μας θέλω κι ύστερα να μπορούμε να τα επικοινωνούμε με τον σύντροφό μας με κάθε δυνατό τρόπο. Άλλωστε τη σχέση δεν τη φτιάχνει ποτέ μόνο ο ένας. Και ποτέ μόνο ο ένας δεν τη χαλάει.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου