Άνθρωπος: ον ατελές, απόλυτα παραδομένο στα ένστικτά του. Νερό που βράζει σε μισοσκεπασμένη κατσαρόλα αυστηρά σε μεσαία προς χαμηλή φωτιά, συμμορφωμένο σε όσα λένε πολιτισμό, καταπιεσμένο κι ανά πάσα στιγμή έτοιμο αν κάποιος γυρίσει το διακόπτη να ξεχειλίσει απ’ την κατσαρόλα και να πάρει φωτιά η κουζίνα. Υποψιάζομαι ότι αν δε μας επιτρέπαμε πού και πού να πέφτουν λίγες σταγόνες απ’ το καυτό νερό στο πάτωμα, δε θα ‘χε μείνει άκαυτη κουζίνα στην οικουμένη. Είναι ζουρλομανδύας ο μόνιμος πολιτισμός, είναι παπούτσι που χτυπά στη φτέρνα γι’ αυτό τρέχουμε όποτε μπορούμε να του ξεφύγουμε.

Μια συνείδηση λάστιχο, μια συνείδηση που θα κοιτάξει φευγαλέα κι επιλεκτικά και που θα αποστρέψει το βλέμμα απ’ την μέσα δυσωδία λίγο πριν την ψεκάσει με λεβάντα. Στην αντιπαράταξη μαζί της, πέρα απ’ όλα τα χαρίσματα, εκ γενετής κι επίκτητα, ένα μας απασχολεί κυρίαρχα κι ας είναι αυτό για το οποίο κουβεντιάζουμε όλο και πιο σπάνια: Να ‘μαστε καλοί άνθρωποι. Όπως ορίζει ο καθένας την καλοσύνη κι όπως έμαθε να τη μετρά. Στοιχηματίζω ότι και τα μεγαλύτερα καθάρματα που πέρασαν απ’ αυτό τον πλανήτη όλο και κάπως θα βρήκαν να εκλογικεύσουν τα εγκλήματά τους – η αυτοεξαπάτηση προηγείται πάντα της εξαπάτησης.

Έτσι κι εμείς, όπως κι όλοι οι άλλοι, πολλά μπορούμε ν’ αντέξουμε να μας καταλογίσουμε – πολλά εκτός απ’ το να μας πούμε κακούς.  Θα μπορούσαμε εδώ ίσως, ν’ αντικαταστήσουμε τη λέξη “κακοί” με τη λέξη “αδύναμοι” που ενδεχομένως να ήταν και μια πιο ουσιαστική απόδοση του νοήματος, αφενός όμως ο εγκέφαλός μας μια τέτοια αντικατάσταση θα τη θεωρούσε επιδεικτικό χάιδεμα κι αφετέρου αν αυτό το πράτταμε με τον εαυτό θα νιώθαμε ίσως αναγκασμένοι να το πράξουμε και με τους άλλους: Κι εξυπακούεται ναι, ότι είναι ευκολότερο να κατηγορήσουμε το διπλανό για κακία, παρά γι’ αδυναμία, που προσφέρει κι ελαφρυντικά.

Τ’ αδύναμα ένστικτά μας ξεπηδούν καθημερινά σε στιγμές ανύποπτες, σε στιγμές που δεν προλαβαίνει καν ο νους να τ’ αναγνωρίσει, αν αφουγκραστούμε όμως καλύτερα θα ακούσουμε το στομάχι ν’ αντιδρά. Αν κάπου η συνείδηση κατοικεί είναι σίγουρα στο στομάχι γι’ αυτό κι όταν κάτι την προσβάλει, σφίγγεται, φέρνει στιγμιαία δύσπνοια, ακολουθεί πάντα ένας αναστεναγμός. Την ακούμε συχνά στο φανάρι, εκεί που ένας δυστυχισμένος και συχνά επίμονος επαίτης θα χτυπήσει το παράθυρό μας. Κι εμείς θα σκύψουμε τάχα ότι κάτι ψάχνουμε στο κάθισμα του συνοδηγού, θα προσποιηθούμε ότι μιλάμε στο τηλέφωνο, θα σηκώσουμε τους υαλοκαθαριστήρες να φύγει. Θα πατήσουμε το γκάζι και για λίγα δευτερόλεπτα θα ντραπούμε για τον εαυτό μας – που και πάλι στάθηκε ασυγκίνητος στον πόνο του διπλανού, που ενώ μπορούσε έστω για λίγο να τον απαλύνει προτίμησε να μην το κάνει. Όσο πιο συχνά μας συμβαίνει τόσο αυτά τα δευτερόλεπτα θα λιγοστεύουν. Ώστε κάποτε δε θα υπάρχουν καν. Ανοσία στη δυστυχία του άλλου – υπόθεση σπουδαία, ανοίγει λίγο λίγο το δρόμο για την ανοσία και στη δική μας δυστυχία που είναι το Α ζητούμενο. Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε ότι τελικά κατεβάσουμε το παράθυρο κι αφήσουμε το χέρι μας να συναντήσει για λίγο το χέρι εκείνου του ξένου και να του ακουμπήσει λίγα κέρματα στην παλάμη – δε θα γλυτώσουμε τόσο εύκολα απ’ τις Ερινύες, το στομάχι πάλι θα μιλήσει.
Είναι βρώμικη η συμπόνια – δε μοιάζει σε τίποτα με την πρώτη της ξαδέλφη, την αλληλεγγύη, κι ας τις μπερδεύουν αρκετοί. Η συμπόνια έχει τουπέ και φοράει τακούνια δωδεκάποντα. Κοιτά αφ’ υψηλού, λέει στον δυστυχή “έλα ‘δω να σε περιθάλψω, έλα να σε κάνω καλά”. Η αλληλεγγύη είναι ξυπόλυτη, στέκεται στο πλάι.

Έπειτα είναι κι εκείνες οι νύχτες, με φίλους σε βεράντα. Κρασί, μεζεδάκια, η συζήτηση να περιστρέφεται στην επικαιρότητα, κοινωνική ή κι όχι. Αν το παρατηρήσεις θα δεις ότι κάθε που μιλάμε για τα επίκαιρα με κάποιον έχουμε θυμώσει. Πρώτος επιλαχών είναι το σύστημα: Το όποιο σύστημα.  Κάθε μεγαλύτερη ή μικρότερη κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουμε. Απ’ το έθνος ως την οικογένεια. Και πάντα τα επίκαιρα κι οι συζητήσεις τους φέρνουν ένταση, ένταση από εκείνη που δεν καταλαβαίνεις πώς κατεβάζεις τις γουλιές. Σύντομα θ’ ανοιχτεί και δεύτερο μπουκάλι. Στο δεύτερο μπουκάλι ή το τρίτο ποτήρι, οι συζητήσεις πάντα ξεγλιστρούν απ’ τα επίκαιρα και πάνε στα διαχρονικά: Ο εαυτός μας, τα μυστικά και τα πάθη μας. Αν αυτή η στροφή δε γίνει στη συζήτηση, σημαίνει ότι μοιράζεσαι το κρασί με συντροφιά που δε σ΄εμπνέει.

Στη γωνία εαυτού και πάθους και καθώς θα νιώθουμε απόλυτα εκτεθειμένοι θα σπεύσουμε να μας κουκουλώσουμε, όπως το παιδί που χώνεται κάτω απ’ το πάπλωμα όταν φοβάται το φάντασμα στο δωμάτιο. Στο φάντασμα της μνήμης κι εμείς θα μιλήσουμε γρήγορα και φειδωλά για όσα μας πλήγωσαν και θέλοντας να φανούμε δήθεν τολμηροί θα επιχειρήσουμε μια δημόσια αυτοκριτική και θα σταθούμε σ’ εκείνους που πληγώσαμε εμείς. Στις φορές που ήμασταν εμείς οι κατέχοντες της εξουσίας. Είναι αδιανόητη η ευκολία με την οποία συζητάμε για τις απορρίψεις που μοιράσαμε σε αντίθεση μ’ εκείνες που δεχτήκαμε. Αχνοφαίνεται πίσω απ’ την κουρτίνα η χαιρεκακία, καλησπέρα και καλή βραδιά θα πει το αδύναμο ένστικτο.

Μικρές η μεγαλύτερες κομπίνες που στήσαμε στη δουλειά για να φορτώσουμε την αγγαρεία στο συνάδελφο, το ψεματάκι που είπαμε στο διαχειριστή της πολυκατοικίας, η ψεματούρα που είπαμε στον τροχονόμο όταν μας σταμάτησε για έλεγχο, η φορά που συνεννοηθήκαμε με την κολλητή να μας καλύψει αν τη ρωτήσει το ταίρι πού ήμασταν, το αριστοτεχνικό σχέδιο που οργανώσαμε για ν’ αποφύγουμε μια ανιαρή υποχρέωση. Όλες αυτές οι στιγμές, θα ‘ρθουν να γίνουν αφηγήσεις χιουμοριστικές κι ανάλαφρες, ανέκδοτο με την παρέα, λόγος για περηφάνια. Να ‘ναι μόνο ότι απ’ το γέλιο και την επιείκεια των άλλων θα βρούμε αφορμή να τραβήξουμε κι άλλο το λάστιχο της συνείδησής μας ή να χαϊδεύεται κάπου και μια ικανοποίηση;

Μόνοι στο σπίτι. Δελτίο ειδήσεων των 7, άλλοτε των 8. Στο τραπεζάκι μπέργκερ, πατάτες, μπίρα. Μηχανικό μασούλημα ενώ μπροστά μας παρελαύνουν ερείπια. Κρούσματα, αριθμοί, στα ύψη η φτώχεια στη χώρα. “Μωρό μου, θες κέτσαπ για τις πατάτες σου;” Ο θάνατος πουλάει γιατί είναι ίσως ο μόνος τρόπος να θυμάται ο ζωντανός ότι ακόμη ζει. Ο θάνατος πουλάει κι εμείς αγοράζουμε.

Απογευματινό τσατ με τη μάνα: Τον ξάδελφό σου τον απολύσανε απ’ τη δουλειά γιατί τον πιάσανε να καβλαντίζει με την κόρη του αφεντικού. Το νου σου όμως, μην το πεις πουθενά και βγει παραέξω. Ξέρεις τώρα πως είναι οι άνθρωποι. Κάνουν την τρίχα, τριχιά.

“Γεια σου σκατένιο ένστικτο, κάτσε λίγο να τα πούμε, να σε κεράσω κάτι. Ξέρω ότι πιθανότατα δε θ’ απαλλαχτώ ποτέ από σένα, θέλω όμως να σου προτείνω μια συμφωνία. Χτύπα με στο στομάχι δυνατότερα όταν είναι να ‘ρθεις, να σε υποψιάζομαι και να ‘χω πάντα λίγη επιείκεια εύκαιρη ώστε να σ’ εξαγοράζω με αυτό που λαχταράς περισσότερο: Να μην ξεχνώ να σε βλέπω και στους άλλους. Να μη σε αποκαλώ κακό όταν είσαι απλώς, τις περισσότερες φορές, αδύναμο.”

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά