Είναι μεσημέρι και μόλις έχει πλύνει τα πιάτα που λερώσατε στο γεύμα. Σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά που ‘χει κρεμασμένη στη μέση της, ξεφυσάει κι ακόμη κι αν δεν το προφέρει μπορείς ν’ ακούσεις το παράπονο να διαχέεται στο χώρο “Πότε θα ‘χω λίγο χρόνο για μένα; Γιατί να πρέπει να υπηρετώ τους πάντες;”

Μια οικειοθελής ποινή, όχι όσο αθώα νομίζουμε, όχι όμως κι όσο ένοχη υποψιαζόμαστε.

Στο παραδίπλα δωμάτιο, κάτι μεταξύ χολ και καθιστικού κάποιος βλαστημάει τους κυβερνώντες. Ο ίδιος που λίγους μήνες πριν τους ψήφισε για να του δώσουν επίδομα για το μαγαζάκι του. Το πήρε τελικά, σύντομα όμως τους το ‘δωσε πίσω πολυπολλαπλάσιο με κάτι χαράτσια και κάτι εισφορές. Αυτός δεν αναστενάζει απλώς, αυτός ρίχνει γροθιά στον τοίχο. Τρέχεις να κρυφτείς μη σου ‘ρθει καμιά ξώφαλτση.

Στις συναθροίσεις, σε στενό ή κι ευρύτερο κύκλο, όταν εξαντληθούν οι συζητήσεις γύρω απ’ την επικαιρότητα του μικρόκοσμου, οι άνθρωποι επιδίδονται πάντα στο αγαπημένο τους παιχνίδι: Ποιανού η άποψη είναι η σωστότερη, ποιος έχει την πειθώ και το χάρισμα να πείσει τους τριγύρω. Κι εσύ, παιδί ή έφηβος, χωρίς να σ’ έχει απασχολήσει ακόμα η απόκτηση μιας άποψης, θεωρείς τα θέματα των ενηλίκων τόσο πεζά κι ακατανόητα ώστε απ’ τη μια εύχεσαι να αργήσει πολύ η μέρα που κάποιος θα ζητήσει τη δική σου γνώμη κι απ’ την άλλη σαν μια ροπή που αυτόματα και φυσικά σε σπρώχνει δέχεσαι άκριτα τη γνώμη όσων αγαπάς περισσότερο.

Αυτή η αποκαθήλωση όποτε κι αν τελικά έρθει, θα πονέσει πολύ.

Στις χιλιάδες των γραμμών που έχουν γραφτεί για την αγωνία της πολυπόθητης εκείνης περηφάνιας που το παιδί μοιάζει εσαεί καταδικασμένο ν’ αναζητά απ’ τους γονείς ακόμη και στα βαθιά του γεράματα, υπάρχει κάπου μια στέρηση. Δε συζητιέται συχνά το αντίστροφο, ακόμη και στις μεταξύ μας κουβέντες σαν να προκαλεί μια αμηχανία και θα βιαστούμε γρήγορα ν’ αλλάξουμε θέμα, να μη χρειαστεί να επεκταθούμε. Αναμφίβολα όμως έρχεται μια στιγμή -κι αν δεν έρθει, οφείλουμε να την προκαλέσουμε- που το παιδί, είτε ως έφηβος, είτε ως ενήλικας, θα σταθεί με γενναιότητα απέναντι στον προσωπικό του μονόλογο και θ’ αναρωτηθεί “Μα τι μαλακίες με διδάξατε ρε μάνα και ρε πατέρα;'”

H μάνα κι ο πατέρας της παραπάνω πρότασης, μπορούν να πάρουν πολλαπλές μορφές. Μπορεί να ‘ναι ο δάσκαλος, ο προπονητής, ο αγαπημένος θείος ή παππούς, μπορεί να ‘ναι ο συγγραφέας που σε πόρωνε ή ο μέντορας στο όνομα του οποίου έπινες νερό. Με τη μάνα και τον πατέρα όμως, αυτή η απορία θα γρατζουνάει πάντα λίγο περισσότερο.

Είναι μόνο η αποκοπή απ’ τα οικογενειακά ιδεώδη που φέρει μαζί της μια όψη προδοσίας ή κάπου ψευτοκοιμάται κι ένας φόβος; Αρκεί να μας δούμε στα οικογενειακά τραπέζια από κάποια ηλικία και μετά. Πλέον αναλαμβάνουμε εμείς το ρόλο του φωστήρα, του γνώστη ή του καθοδηγητή. Εκεί με το στανιό, με μια επιμονή πρωτάκουστη, μια επιμονή που ξέρει ότι όσο επιμένει τόσο θα βρίσκει σε τοίχο, προσπαθούμε άλλοτε μ’ επιχείρημα κι άλλοτε με οργή να πείσουμε για το αλάνθαστο της άποψής μας. Σαν να θέλουμε να δανείσουμε, έστω για λίγο, τα γυαλιά μας στους γονείς μας. Να δουν τον κόσμο μέσα απ’ τα δικά μας μάτια, σαν μια ανταλλαγή της γνώσης που κάποτε μας πρόσφεραν – μα η δική μας η τωρινή δείχνει ανανεωμένη, εμπλουτισμένη, σαν υπολογιστής που μόλις αναβάθμισε το λογισμικό του. Ένα κομμάτι μέσα μας, μπορεί όλο αυτό να το υπολογίζει και σαν χρέος – σαν μια έκφραση ευγνωμοσύνης.

Αμφότερες οι πλευρές επιδίδονται σε κοινή πρακτική: Να κρίνουν απ’ το φόβο μην κριθούν – και στην πραγματικότητα αναζητούν το ίδιο. Την αποδοχή.

Υποψιάζομαι, χωρίς να ‘μαι απόλυτα βέβαιη, πως όταν η άποψη καταλαγιάσει μέσα μας, αντίστοιχα θα καταλαγιάσουν κι οι ανάγκες επίδειξης κι επιβολής της και κυρίως προς τους πολέμιους της. Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε ότι οι οικογενειακοί διαξιφισμοί φέρουν πάντα και μια ηδονή – κι ίσως αυτή ακριβώς να ‘ναι που τους συντηρεί. Το πανάρχαιο δράμα σ’ επανάληψη: Να σε πείσω ότι έγινα καλύτερη εκδοχή από σένα, για να πεισθείς ότι έκανες καλή δουλειά στο μεγάλωμά μου, όλοι ευτυχείς.

Κρύβει οδύνη η στιγμή που συνειδητοποιείς, χωρίς να κάνεις επίκληση σε ελαφρυντικά και δικαιολογίες, τα λάθη όσων αγαπάς. Παραφράζοντας λιγάκι τη φράση του Ντοστογιέφσκι πως “η γυναίκα που αγαπά μπορεί να σκεφτεί για τα εγκλήματα του αγαπημένου της, περισσότερες δικαιολογίες απ’ όσες μπορεί να σκεφτεί ο ίδιος για τον εαυτό του”*, το ίδιο ακριβώς πράττει και το παιδί που αγαπά τους γονείς του. Κι αυτή είναι μια διαδικασία, που όσο κι αν μας απομακρύνει ενίοτε απ’ την αλήθεια των γεγονότων, δεν μπορούμε να μην της αναγνωρίσουμε την τρυφερότητά της.

Πιθανολογώ ξανά, πως όλο αυτό το μπέρδεμα στο οποίο υποβάλλουμε εαυτούς κι αλλήλους, προέρχεται από μια απλοϊκή παρεξήγηση: Κάπως, κάπου, κι ίσως κάποτε κάποιος να μας παραπλάνησε ότι αγάπη θα πει συμφωνία στα πάντα όλα (αυτός ο κάποιος, μπορεί ωραιότατα να ‘ναι κι ο εαυτός, ας μη σπεύσουμε να βρούμε κατευθείαν εξιλαστήρια). Ότι αγάπη θα πει δεν κρίνω, δέχομαι, σιωπώ. Το πραγματικά θλιβερό είναι ότι αυτή η λαθεμένη εντύπωση περί αγάπης, βρίσκει εφαρμογή σε πάμπολλες σχέσεις. Την πρώτη αγάπη όμως, ή έστω την πρώτη επίγνωση του πώς “πρέπει” να είναι αυτή, τη λάβαμε σ’ εκείνο το σπίτι και μ’ εκείνους τους ανθρώπους.

Παραμένει συχνά μυστήριο επίσης το εξής: Ενώ συχνά στην πορεία της ζωής μας, αν είμαστε τυχεροί κι ανοιχτοί, τυγχάνει να μάθουμε κι άλλους τρόπους “να αγαπάμε”, μ’ εκείνους τους πρώτους ανθρώπους παρουσιάζουμε συχνά μια ακαμψία. Μπορεί οι ομηρικοί καυγάδες της εφηβείας ν’ ανήκουν στο παρελθόν και να ‘χουμε υιοθετήσει έναν πιο “ώριμο” τρόπο επικοινωνίας, μπορεί ακόμα και να ‘χουμε θέσει τα πολυπόθητα όριά μας, τακτικά όμως οι ρόλοι που ως παιδιά κάποτε υιοθετήσαμε παραμένουν αμετάβλητοι μέσα στα χρόνια. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για ένα bras de fer όπου η κάθε πλευρά δείχνει ανυποχώρητη στο να εγκαταλείψει τα παλιακά της μοτίβα. Να το θεωρούμε μήπως λοιπόν κι αυτό προδοσία ή σαν πρόκληση σεισμικής δραστηριότητας στο οικοδόμημα της εστίας; Δεν ξέρω. Αυτό που με μια φευγαλαία παρατήρηση όμως μπορεί να δει ο καθένας είναι πως το “μαύρο πρόβατο” των 15, παραμένει το “μαύρο πρόβατο” και των 65. Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα χρώματα.

Τουτέστιν όπως έμαθες ν’ αγαπάς τους γονείς σου όταν ήσουν παιδί – κι όπως έμαθες να λαμβάνεις την αγάπη τους, κατά πάσα πιθανότητα με τον ίδιο τρόπο θα τους “αγαπάς” εσαεί ή έστω θα το εκφράζεις.

Ήταν με εγκαρδιότητα και χάδι; Έτσι μάλλον θα παραμείνει. Ήταν με παράπονο και απαίτηση; Πάλι το ίδιο θα γίνεται κι ας αλλάζουν οι λέξεις και τα ντεσιμπέλ. Ακούγεται lost case αλλά δεν είναι, μόνο που αυτή η αλλαγή προϋποθέτει κάτι σκληρό και συχνά αποπνικτικό: Να γίνει το παιδί γονέας των γονιών του και να τους διδάξει τον αλλιώτικο τρόπο. Κι αυτό που μας πονά κυρίως εδώ, είναι ίσως η παραίτηση απ’ το ρόλο του παιδιού που κάπου μέσα μας πάντα θα λαχταράμε να έχουμε, τουλάχιστον με αυτούς κι εκεί.

Κι ίσως γι’ αυτό τελικά να πονά τόσο αυτή η αποκαθήλωση: Όχι γιατί έχουμε ακόμα ανάγκη από υπερήρωες αλλά γιατί οι δικοί μας ώμοι φαντάζουν μικροί για την μπέρτα.

*Φράση παρμένη απ’ το διήγημα του Ντοστογιέφκσι με τίτλο “Μια γλυκιά κοπέλα”.

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά