Βαρεθήκαμε. Ναι, καλά ακούσατε. Κουραστήκαμε, δε γουστάρουμε άλλο, πείτε το όπως θέλετε. Εμείς το λέμε «βαρεθήκαμε να εξηγούμε» και ό,τι καταλάβατε, καταλάβατε. Καταντήσαμε να κατοικούμε κυρίως στο μυαλό μας, γιατί ο «έξω κόσμος» μάς τη δίνει. Λίγο-πολύ γνωρίζουμε όλοι την ενόχληση που αισθάνεται κάποιος όταν πρέπει να αποδεικνύει μονίμως πως δεν είναι ελέφαντας, αλλά άνθρωπος που πονάει, αγχώνεται, ξενερώνει, ενθουσιάζεται, νευριάζει, πνίγεται. Εξηγήσεις δε χρωστάμε σε κανέναν. Συγγνώμη κιόλας αν η ευαισθησία μας σας ενοχλεί. Δε θα ξαναγίνει. Κοινώς, χ3στήκαμε για τη γνώμη σας. Νισάφι πια, πόσα ακόμα να ανεχτεί ένας άνθρωπος;

Εξηγήσεις σε αυτούς που ξέρουν να ξηγούνται -και εκεί ακόμα, άμα θέλουμε. Γιατί πρέπει να δικαιολογηθούμε δηλαδή για το ποιοι είμαστε, τι μας αρέσει, τι δε μας αρέσει, τι ρούχα θα φορέσουμε, με ποιους θα κάνουμε παρέα -ή ό,τι άλλο κάνουμε, ας μην κολλήσουμε εκεί-, για το τι αισθανόμαστε, και κυρίως γιατί πρέπει να ακούμε τη γνώμη των άλλων; Δε μας αφορά και δε ρωτήσαμε κιόλας. «Να αγαπάς τον εαυτό σου», λένε, και μετά σε κρίνουν που είσαι ο εαυτός σου. Γελάνε και οι πέτρες, παιδιά.

Επιτρέπεται να είσαι καλά, αρκεί να μην είσαι πολύ καλά, να είσαι καλός άνθρωπος αλλά να μην είσαι και πολύ καλός γιατί δε σε πιστεύουν -σίγουρα κάτι κρύβεις-, να μιλάς για τα συναισθήματά σου, αλλά να μην τα πολυσυζητάς γιατί κουράζεις τους γύρω σου. Επιτρέπεται να αγαπάς, αλλά να μην αφήνεσαι πολύ γιατί θα φας φόλα, να αναδεικνύεις το σώμα σου, αλλά όχι και να προκαλείς, να ερωτεύεσαι και να το λες, αλλά να μην τα πεις και όλα, γιατί θα χαθεί το μυστήριο, γιατί θα φοβηθεί και θα φύγει. Ε, τελικά, να ζει κανείς ή να μη ζει; -ιδού η απορία. Ελάτε, παραδεχτείτε το, μερικοί πίνετε ληγμένα, έτσι;

Είναι λες και ζούμε ένα μόνιμο Halloween. Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει όταν γνωρίζουμε κάποιον, οι περισσότεροι πια φορούν μάσκες. Θαρρώ πως πριν είδα έναν μεταμφιεσμένο κομπλεξικό ντυμένο mickey mouse. Τόσο δύσκολο είναι να ζούμε όπως θέλουμε; Πρέπει σε όλα κάποιος να εκφέρει άποψη; Πείτε μου ειλικρινά πόσες φορές έχετε ακούσει το «εγώ για καλό σου το λέω, δεν έχω να κερδίσω κάτι» ή το άλλο «εγώ τη γνώμη μου είπα, εσύ κάνε ό,τι θες» και αμφισβητήσατε τις επιλογές σας, ενώ ξέρατε ακριβώς τι θέλατε και γιατί.

Υπάρχουν κάποιοι που έχουν μια θεωρία για όλα. Είναι έτοιμοι να σχολιάσουν τα γούστα μας, την ευτυχία μας, τα ιδανικά μας, τα πιστεύω μας, την πορεία της ζωής μας, τις σπουδές μας, την εργασία μας και την απόδοση μας σε αυτή, το ταλέντο μας, το ταίρι μας. Κι αν μπορούσαν θα σχολίαζαν ακόμα και το βρακί που φοράμε, μόνο και μόνο επειδή δε θα ταίριαζε σε αυτό που τους βολεύει. Ε, να το βγάλουμε τότε βρε παιδιά, τι καθόμαστε;

Άγνωστοι στο ίντερνετ, γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες, συνεταίροι, εργοδότες, η κυρά Κατίνα από το δίπλα κτήριο, η θεία από το Σικάγο, ο Αλί μπαμπά και οι 40 κλέφτες, ακόμη και το τζίνι από το μπουκάλι θα βγει πια για να έχει λέγειν στη ζωή που διαλέγει καθένας από εμάς. Και σταματημό δεν έχει. Κι αν τολμήσουμε να πούμε κάτι, Αλί Αλί και τρεις Αλί, κλαφ’ τα Χαράλαμπε, δε μας ξεπλένει ούτε ο Δούναβης -και λίγα λέω. Γιατί όταν θέλουμε να πάρουμε μια απόφαση οφείλουμε να παίρνουμε και τη βοήθεια του κοινού. Δεν είναι δυνατόν να αποφασίζουμε μόνοι μας και να περιμένουμε και στήριξη από πάνω. Τι έχουμε; Ελεύθερη βούληση; Για να συνέλθουμε λίγο.

Εμείς οι τρελοί, λοιπόν, που πιστεύουμε ότι μπορούμε να ζούμε όπως θέλουμε, από τη στιγμή που δεν ενοχλούμε και δεν κάνουμε κακό σε κανέναν, έχουμε μόνο ένα πράγμα να σας πούμε: Όποιοι γουστάρουμε θα είμαστε, ό,τι θέλουμε θα κάνουμε και άμα δε σας αρέσει, ώρα καλή στην πρύμνη σας και αέρα στα πανιά σας. Έχουμε περιορισμένο αριθμό από δεκάρες για να δώσουμε και δε θα τις χαραμίσουμε για κανέναν. Θα συνεχίσουμε να ζούμε ελεύθεροι και ευτυχισμένοι κάνοντας ό,τι μας κάνει να αισθανόμαστε καλά μέσα μας και λόγος δεν πέφτει σε κανέναν.

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.