Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας. Όλα τρέχουν. Οι ειδήσεις, τα trends, οι σχέσεις, τα συναισθήματα. Τίποτα δεν μένει για πολύ. Κι εμείς, σαν να ‘χουμε μετατραπεί σε μικρά φωτεινά εικονίδια, πατάμε “like”, “scroll”, “share”, και ελπίζουμε. Ελπίζουμε να μας προσέξουν, να μας καταλάβουν, να μας αγαπήσουν – αλλά, κυρίως, να μας νιώσουν. Μέσα σ’ όλη αυτή την ιλιγγιώδη ροή πληροφορίας, μια αόρατη δίψα μας σπρώχνει: η δίψα για σύνδεση.
Αν το καλοσκεφτείς, ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχαμε τόσες “επαφές”. Μπορούμε να μιλήσουμε με έναν φίλο στην Αυστραλία, να στείλουμε μήνυμα σ’ έναν πρώην που μένει δύο δρόμους παρακάτω και να σχολιάσουμε τη ζωή ενός celebrity που δεν γνωρίζουμε καν. Φαινομενικά, είμαστε πιο συνδεδεμένοι από ποτέ. Όμως, γιατί νιώθουμε τόσο μόνοι; Η απάντηση είναι απλή αλλά πονάει: η σύνδεση δεν είναι η ανταλλαγή πληροφοριών ή emojis. Είναι το βλέμμα που διασταυρώνεται με το δικό σου και σου λέει «σε καταλαβαίνω». Είναι το σώμα που ακουμπάει το δικό σου χωρίς να χρειαστεί να πει κάτι. Είναι η σιωπή που δεν σε αγχώνει. Κι όλα αυτά, δύσκολα χωράνε μέσα σε ένα inbox.
Ένα “καλημέρα” σε ένα στόρι δεν είναι το ίδιο με ένα “καλημέρα” στην αγκαλιά της κουζίνας με μυρωδιά καφέ. Ένα “μου λείπεις” στο chat δεν ζεσταίνει το στήθος όπως ένα άγγιγμα. Και κάπου εκεί, το σώμα και η ψυχή, που έχουν άλλες ανάγκες πέρα από pixels και ειδοποιήσεις, αρχίζουν να φωνάζουν. Να παραπονιούνται. Να πονάνε.
Η μοναξιά, λοιπόν, δεν είναι πια ησυχία. Δεν είναι απομόνωση σε μια καλύβα στο δάσος. Είναι η στιγμή που έχεις 500 φίλους αλλά κανέναν να σου κρατήσει το χέρι. Είναι όταν σου εύχονται χρόνια πολλά 150 άτομα και κανείς δεν σου φέρνει τούρτα.
Κάπου βαθιά μέσα μας, ξέρουμε την αλήθεια: δεν χορταίνουμε με εικονικά χάδια. Η ψυχή μας αναγνωρίζει το αυθεντικό, το ουσιαστικό, το ανθρώπινο. Γι’ αυτό και πολλές φορές, μετά από μια ώρα scrolling, νιώθουμε άδειοι. Όχι γιατί είδαμε άσχημα πράγματα. Αλλά γιατί δεν νιώσαμε τίποτα αληθινό. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για σύνδεση. Όχι απλώς για επικοινωνία. Η σύνδεση απαιτεί παρουσία, διάθεση, τρυφερότητα και κυρίως χρόνο!
Δεν είναι ανάγκη να ξανά γυρίσουμε στις σπηλιές. Πρέπει όμως να ξανά θυμηθούμε πως είναι να ζούμε αληθινά και ουσιαστικά! Ας κλείσουμε για λίγο τα κινητά μας και ας παρατηρήσουμε τι γίνεται γύρω μας. Ποιος βρίσκεται όντως δίπλα μας; Ποιος έχει ανάγκη από μια αγκαλιά; Αντί να στείλουμε μήνυμα, ας πάμε να δούμε τον άλλον από κοντά, ζωντανά και αληθινά! Ας μιλήσουμε μεταξύ μας, ας ανοιχτούμε, όχι μόνο να πούμε τα νέα της ημέρας, αλλά για το τι νιώθουμε, τι έχουμε μέσα μας! Κυρίως ας μάθουμε να είμαστε παρόντες στην ίδια μας την στιγμή με τους άλλους και να μάθουμε να τους ακούμε. Να είμαστε εκεί γι αυτούς με την καρδιά μας!
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι «πώς να μην είμαι μόνος» , αλλά «πώς να είμαι πραγματικά μαζί με κάποιον». Πώς να είμαι παρών, με όλη μου την ψυχή!
Το παράδοξο είναι ότι ενώ έχουμε όλα τα μέσα για να επικοινωνήσουμε, πολλές φορές ξεχνάμε το νόημα της ανθρώπινης επαφής. Και δεν φταίνε μόνο τα social. Φταίει κι αυτή η εσωτερική μας ανασφάλεια, ότι αν δείξουμε τον εαυτό μας αληθινά, ίσως δεν μας αγαπήσουν. Όμως η σύνδεση η αληθινή χτίζεται πάνω στην αυθεντικότητα. Στο να δείξεις τις ρωγμές σου. Στο να επιτρέψεις να σε δουν.
Ίσως τελικά το πιο επαναστατικό πράγμα σήμερα να μην είναι να σβήσεις τα social. Αλλά να κοιταχτείς με κάποιον στα μάτια. Να κάτσεις μαζί του χωρίς να κοιτάς το ρολόι. Να πεις «είμαι εδώ» και να το εννοείς. Η σύνδεση δεν είναι γρήγορη. Είναι σαν το καλό κρασί. Θέλει χρόνο, τόλμη και φροντίδα. Κι όσο κι αν μοιάζει δύσκολο μέσα στον θόρυβο, υπάρχει ένας ήχος που δεν χάνεται ποτέ. Είναι αυτός της καρδιάς που χτυπά όταν συναντά άλλη καρδιά. Αυτός ο ήχος είναι η αληθινή σύνδεση.
Και εκεί, μέσα στη σιωπή δύο ανθρώπων που κοιτάζονται αληθινά, η μοναξιά σωπαίνει!
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
