Κάθε πρωί, από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, η μαμά μου, μου έλεγε την ίδια φράση: «Μια καλημέρα είναι αυτή, πες την κι ας πέσει κάτω!». Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω γιατί ήταν τόσο σημαντικό, και σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσα να προβλέψω ότι θα γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι μου. Στην αρχή, την έλεγα επιλεκτικά. Αν ήμουν θυμωμένη από την προηγούμενη μέρα με κάποιον, μέσα στο παιδικό μου μυαλό τον «τιμωρούσα» χωρίς να του λέω καλημέρα. Τότε ερχόταν η κατσάδα, γιατί σύμφωνα με τη μητέρα μου, όλοι αξίζουν μια καλημέρα, ακόμα κι αν είσαι θυμωμένος μαζί τους.

Τα χρόνια πέρασαν, η καλημέρα έγινε συνήθεια και πάντα με ένα μεγάλο χαμόγελο για τους άλλους. Ξεχνούσα, όμως, τον σημαντικό άνθρωπο της ζωής μου. Εμένα. Όπως το κάνεις κι εσύ. Σηκώνεσαι το πρωί, φτιάχνεις καφέ, τον πίνεις στα γρήγορα, ετοιμάζεσαι στα ακόμα πιο γρήγορα και φεύγεις από το σπίτι να κάνεις τις δουλειές σου. Χωρίς να κοιτάξεις το είδωλό σου, να του χαμογελάσεις, να του πεις καλημέρα.

Όταν θα γυρίσεις πίσω, νιώθεις ένα κενό. Πιάνεις τον εαυτό σου να μην απολαμβάνει πράγματα, να πίνεις καφέ με την «παρέα», κρατώντας το κινητό στο χέρι και το scroll στα social media πάει σύννεφο, μαζί με τις απαραίτητες φωτογραφίες και κοινοποιήσεις για να δείξουμε ότι περνάμε καλά— ενώ δεν περνάμε!

Έτσι ήμουν κι εγώ. Δε με γέμιζε τίποτα. Ένιωθα την απόλυτη μοναξιά, ακόμη κι αν το δωμάτιο ήταν γεμάτο με «δικούς μου» ανθρώπους. Σπάνια θα μιλούσα αν είχα αντίθετη άποψη, μην τυχόν και τους χάσω. Η ζωή βέβαια είχε σχέδια και πάντα βρίσκει τον τρόπο να σε φτάσει εκεί που πρέπει να πας. Απλά, είναι στο χέρι σου αν θα φτάσεις περπατώντας ή κουτσαίνοντας.

Σε μια πόλη καινούργια, χωρίς κανέναν γνωστό και την οικογένειά μου να ζει ώρες μακριά, έμεινα μόνη. Τελείως. Ο χειρότερος φόβος μου πήρε σάρκα και οστά. Δεν είχα κανέναν να μιλήσω. Κανέναν να πω καλημέρα. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί μου ήταν τόσο δύσκολο να είμαι μόνη μου. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί έκλαιγα καθημερινά, ακόμα και με τα πιο χαζά πράγματα, όπως ένα πιάτο που έσπασε ενώ το έπλενα ή ένα ρούχο που έκαψα ενώ το σιδέρωνα.

Είναι απλή η απάντηση: έλλειψη αυτοαγάπης. Βλέπεις, μας μεγαλώνουν όλους με την ίδια λογική: αν δεν κάνεις αυτό, δε θα σ’ αγαπάω. Πόσες και πόσες φορές δεν άκουσες, «αν δε φας όλο το φαγητό σου, η γιαγιά δε θα σ’ αγαπάει!», «αν δε μαζέψεις τα παιχνίδια σου, η μαμά δε θα σε αγαπάει», αλλά και το αντίστοιχο «αν δε φέρεις καλούς βαθμούς, σημαίνει ότι δεν αγαπάς τον μπαμπά». Μας βάζουν λοιπόν σε μια κοσμοθεωρία ότι αν δεν κάνουμε αυτό που θέλουν οι άλλοι, δε θα αγαπηθούμε ποτέ. Σε συνδυασμό με το «πρέπει να βρεις το άλλο σου μισό, χωρίς αυτό δε θα είσαι ποτέ ευτυχισμένος», μας κάνουν να φοβόμαστε τη μοναχικότητα.

Μέσα λοιπόν από σκέψεις τέτοιου τύπου, αργά το βράδυ με κεριά αναμμένα, ξεκίνησα να καταλαβαίνω τα πράγματα και να τα βάζω σε μια σειρά. Πώς μπορώ να αγαπήσω κάποιον χωρίς να κολλήσω πάνω του, πνίγοντάς τον, αν δεν αγαπάω εγώ τον εαυτό μου; Πώς μπορεί κάποιος να είναι το άλλο μου μισό αφού εγώ είμαι ολοκληρωμένο άτομο; Πώς μπορώ να κυνηγήσω όνειρα, αν δεν κάνω το βήμα;

Το επόμενο λοιπόν πρωί, ξεκίνησα μια ρουτίνα που στην αρχή μου φαινόταν χαζή. Σηκωνόμουν από το κρεβάτι, και όπως ήμουν— αναμαλλιασμένη από τον ύπνο, με τσίμπλες στα μάτια, άπλυτα δόντια— μου έριχνα το πιο μεγάλο χαμόγελο και μου έλεγα: «Καλημέρα, όμορφο πλάσμα!». Στην αρχή με έπιανε νευρικό γέλιο και μου έφτιαχνε τη διάθεση αυτό το γέλιο, για να παλέψω την ημέρα που ερχόταν. Σιγά σιγά, όμως, ξεκίνησα να καταλαβαίνω ότι δεν έκλαιγα κάθε μέρα επειδή π.χ. έχασα το μετρό. Καταλάβαινα ότι έπρεπε να με προστατεύσω, γιατί αν δεν το έκανα εγώ, δε θα το έκανε κανένας για εμένα.

Απέναντι σε όλους.

Εργοδότες με παράλογες απαιτήσεις έχασαν την εργαζόμενή τους, χωρίς δεύτερη σκέψη. «Φίλες» που για χρόνια στήριζα συναισθηματικά, έχασαν τον δωρεάν «ψυχολόγο», γιατί απλά δεν ήταν εκεί για μένα, αν δε με χρειάζονταν. Η έλλειψη αυτοαγάπης που είχα από πάντα και με έκανε να φοβάμαι να είμαι μόνη μου στον χώρο, δεν υπήρχε πια. Η έλλειψη τόλμης. Το κουράγιο. Το θάρρος και το θράσος σε κάποιες στιγμές ήρθαν. Γιατί πλέον ήξερα ότι έχω σε ποιον να στηριχτώ και σε ποιον πρέπει να πω καλημέρα το πρωί.

Σε εμένα.

Η συμβουλή λοιπόν είναι: Χαμογέλα το πρωί στο είδωλό σου στον καθρέφτη. Πες του καλημέρα. Δείξε αγάπη πρώτα σε εκείνον και μετά σε όλους τους άλλους. Πρώτα εκείνον θα έχεις στα δύσκολα και δε θα σε εγκαταλείψει ποτέ.

Συντάκτης: Μαρίνα Παναγοπούλου