Θυμάμαι μια εποχή που η λέξη παρέα σήμαινε ζωή. Σημασία δεν είχε πού θα βγούμε, αλλά με ποιον θα μοιραστούμε το γέλιο, τα σχέδια, τα άπειρα τηλέφωνα τύπου «πού είσαι μωρέ; άντε κατέβα, περιμένω». Οι φίλοι τότε, ήταν σαν οικογένεια. Ήταν εκείνοι που ήξερες ότι με το πρώτο σήμα κινδύνου θα έτρεχαν δίχως σκέψη, δίχως δισταγμό. Κι ύστερα, κάπου ανάμεσα στα 30 και τα «άσε ρε, έχω δουλειά αύριο», κάτι άρχισε να αλλάζει. Οι φιλίες οι αυθόρμητες, οι τολμηρές, οι έτοιμες για όλα, άρχισαν να σβήνουν, να ξεθωριάζουν όχι με καβγάδες, αλλά με σιωπές.
Μετά τα 30, η ζωή από μόνη της λες και γίνεται ένας μαραθώνιος από υποχρεώσεις. Στο κάδρο πλέον μπαίνουν δουλειά, σχέση, παιδιά, λογαριασμοί, deadlines που χτυπούν σαν αναθεματισμένα ξυπνητήρια. Δεν είναι ότι αγαπάμε λιγότερο πλέον τους φίλους μας, είναι ότι πολλές φορές δε μας φτάνει ο χρόνος ούτε για τον ίδιο μας τον εαυτό. Η φιλία δεν πεθαίνει επειδή δεν τη θέλουμε, πεθαίνει επειδή σιγά σιγά την ξεχνάμε σε ένα ράφι, δίπλα σε κάτι παλιά άλμπουμ φωτογραφιών που δεν τα ανοίγουμε σχεδόν ποτέ.
Ξέρετε, στα 20 οι φίλοι είναι αυτονόητοι. Είναι δεδομένο ότι θα τους δεις ό,τι κι αν γίνεται στη ζωή μας, στην καθημερινότητά μας. Στα 30, όμως, συνειδητοποιείς ότι πρέπει να κλείσεις ραντεβού μαζί τους πιο δύσκολα και από γιατρό του ΕΟΠΥΥ. Η φράση «να τα πούμε κάποια στιγμή, θα το κανονίσουμε» μεταφράζεται σχεδόν πάντα σε «μάλλον στην επόμενη ζωή».
Κι όμως, όσο κι αν πονάει αυτό το γλυκόπικρο ξεθώριασμα, έχει και την αλήθεια του. Γιατί οι φιλίες που αντέχουν τελικά μετά τα 30 είναι πραγματικές, αληθινές, ατσάλινες. Είναι αυτές που δεν έχουν ανάγκη την καθημερινή επιβεβαίωση, αυτές που δε μετρούν check-ins και stories. Είναι αυτές οι φιλίες που μπορεί να χαθείτε για μήνες και να ξαναβρεθείτε, και να είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Κάτι άλλο όμως που αλλάζει μετά τα 30 είμαστε εμείς οι ίδιοι. Παλιά ήμασταν όλοι στο ίδιο έργο θεατές: σπουδές, βόλτες, σχέσεις. Τώρα ο καθένας γράφει το δικό του σενάριο. Άλλος παντρεύεται, άλλος χωρίζει, άλλος μεταναστεύει. Οι δρόμοι δεν ταιριάζουν πάντα. Δε σημαίνει όμως ότι αγαπιόμαστε λιγότερο. Σημαίνει απλώς ότι δε χωράμε πια στα ίδια παπούτσια. Κι εκεί ίσως να κρύβεται και η μαγεία.
Ποια είναι αυτή, θα αναρωτηθείτε τώρα; Μα ότι μαθαίνεις πως η φιλία τελικά δεν είναι να μιλάς κάθε μέρα, αλλά να έχεις έναν άνθρωπο που ξέρει ποιος ήσουν, πώς έγινες και γιατί. Είναι να νιώθεις ότι ακόμα κι αν η ζωή σας πήγε αλλού, αν τον χρειαστείς θα είναι εκεί άγρυπνος φρουρός, χωρίς να σε κρίνει… απλώς να σε ακούσει. Ίσως όχι στην ίδια πολυθρόνα με μπύρα στο χέρι, αλλά με ένα μήνυμα στις 2 το βράδυ: «Μη φοβάσαι, είμαι εδώ ρε, σε ακούω».
Μετά τα 30 η φιλία δεν είναι πια αυτονόητη. Θέλει φροντίδα, λίγο σαν φυτό που αν δεν το ποτίσεις θα ξεραθεί. Δε χρειάζεται υπερβολές, απλώς λίγη προσοχή, μια κλήση, ένα «σε σκέφτηκα». Οι μεγάλες φιλίες δε χάνονται ποτέ στ’ αλήθεια, απλώς αλλάζουν μορφή, όπως αλλάζουμε κι εμείς. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε δουλειές και παιδιά, ανάμεσα σε deadlines και πανικούς, μια παλιά φίλη που έχεις να τη δεις μήνες, μπορεί να σε πάρει τηλέφωνο και να πει: «Έλα, βγήκαμε για λίγο, θέλουμε να σε δούμε». Κι εσύ θα χαμογελάσεις, γιατί όσο κι αν σβήνουν οι φιλίες μετά τα 30, η σπίθα μένει για πάντα. Και αυτή η σπίθα είναι αρκετή για να ανάψει ξανά η φωτιά, όταν θα τη χρειαστείς περισσότερο από ποτέ.
Αφιερωμένο στις δικές μου σπίθες, Νικολέτα και Έφη (για μένα, παντοτινή Τούλα).
