Υπάρχουν άνθρωποι που περνούν από τη ζωή μας σαν πυροτεχνήματα, εκρήγνυνται δυνατά, μας ζαλίζουν με τα χρώματά τους και μετά σβήνουν αφήνοντας πίσω μόνο καπνό. Είναι εκείνες οι σχέσεις –ή καλύτερα, μη σχέσεις– που στηρίζονται αποκλειστικά στο πάθος. Το βλέμμα, το άγγιγμα, το αλκοόλ που καίει τον λαιμό, η μουσική που ανεβάζει την ένταση. Κι όμως, όσο δυνατό κι αν είναι το «τώρα», ποτέ δε συνοδεύεται από την πρόθεση να γίνει «για πάντα».
Κι εδώ γεννάται το ερώτημα: είναι λάθος να θες κάποιον χωρίς να θες να τον κρατήσεις; Ή μήπως είναι η πιο ειλικρινής εκδοχή του έρωτα;
Η κοινωνία μάς μεγάλωσε με την ιδέα ότι το πάθος πρέπει να οδηγεί στη δέσμευση. Ότι αν κάποιος σε ελκύει, οφείλεις να τον εντάξεις σε ένα σενάριο σχέσης, αλλιώς, είσαι ανεύθυνος, «παίζεις» ή –το κλασικό– φοβάσαι την αγάπη. Όμως, αν το σκεφτείς, ποιος πραγματικά κοροϊδεύει ποιον; Εκείνος που λέει ξεκάθαρα «σε θέλω τώρα αλλά δεν μπορώ να σου υποσχεθώ αύριο» ή εκείνος που υπόσχεται «για πάντα» ενώ ξέρει πως το μόνο που αντέχει είναι «μέχρι να βαρεθώ»;
Το πάθος χωρίς πρόθεση δέσμευσης μοιάζει με εκείνο το βιβλίο που διαβάζεις μανιωδώς σε τρεις μέρες. Δεν έχει σημασία αν θα το ξανανοίξεις ποτέ. Σε καθήλωσε τη στιγμή που το χρειαζόσουν. Και αυτό δεν το κάνει λιγότερο σημαντικό. Ίσως, τελικά, το πρόβλημα να μην είναι το αν θέλουμε κάποιον μόνο για λίγο, αλλά αν έχουμε το θάρρος να το παραδεχτούμε. Γιατί ο κόσμος γεμίζει με ανθρώπους που παίζουν το παιχνίδι της «σχέσης», απλά και μόνο για να μην παραδεχτούν ότι το μόνο που τους κρατάει δίπλα στον άλλον είναι η χημεία κι όχι η προοπτική.
Η αλήθεια είναι πως το πάθος από μόνο του είναι εγωιστικό. Θέλει να καταναλώσει, να κάψει, να ζήσει στην υπερβολή. Δεν έχει την ψυχραιμία, την υπομονή ή τη συνέπεια που απαιτεί μια σχέση. Είναι μια γλώσσα που μιλιέται χωρίς «δεσμευτικά» ρήματα, μόνο με επιφωνήματα. Και ίσως δε χρειάζεται να μεταφραστεί σε κάτι παραπάνω.
Ο κίνδυνος, βέβαια, είναι να μην ξέρουν και οι δύο τις ίδιες λέξεις. Αν ο ένας ακούει «φωτιά» κι ο άλλος μεταφράζει «σπίτι με τζάκι», τότε το χάσμα είναι αναπόφευκτο. Κι εκεί είναι που το πάθος γίνεται επικίνδυνο, όχι επειδή είναι παροδικό, αλλά επειδή βαφτίζεται –λανθασμένα– μόνιμο.
Οπότε, τι μένει; Ίσως η απάντηση να είναι πιο απλή απ’ όσο νομίζουμε: να ζούμε με ένταση αυτά που ξέρουμε ότι δεν είναι για πάντα, χωρίς να τα βαφτίζουμε κάτι που δεν είναι. Να αγαπήσουμε την ιδέα ότι κάποιες ιστορίες είναι φτιαγμένες να είναι μικρές, όχι επειδή δεν άξιζαν, αλλά επειδή η αξία τους βρίσκεται ακριβώς στη διάρκειά τους.
Γιατί στο τέλος, το «για πάντα» μπορεί να είναι η πιο καλοφτιαγμένη αυταπάτη, ενώ το «σε θέλω τώρα» να είναι η πιο ωμή, αλλά και η πιο τίμια αλήθεια.
