Σκεφτείτε πόσες φορές έχετε ακούσει τον εαυτό σας να λέει : «κάτι μέσα μου δε μου κάθεται καλά». Ή εκείνο το άλλο, το πιο μαγικό :« δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι με τραβάει προς τα εκεί». Αυτό το ανεξήγητο τσίμπημα που ξεκινάει από το στομάχι, ανεβαίνει μέχρι το λαιμό και φτάνει να σου ψιθυρίζει στο αυτί «πρόσεξε» ή «προχώρα», είναι ακριβώς αυτό που η επιστήμη και η ψυχολογία ονομάζουν gut feeling. Κι όσο κι αν μοιάζει με μυστήριο ή κάτι μεταφυσικό, η αλήθεια μεταξύ μας, είναι πως ίσως είναι και τα δυο μαζί.
Γιατί; Μα γιατί το ένστικτο δεν είναι μόνο ένα χημικό καμπανάκι του εγκεφάλου, είναι μια συνομιλία ανάμεσα στο σώμα, την ψυχή και το Νου. Κάποιοι θα το πουν «δεύτερος εγκέφαλος», αφού τα εκατομμύρια νευρικά κύτταρα που κατοικούν στα έντερα επικοινωνούν διαρκώς με τον εγκέφαλο. Άλλοι, πιο εσωστρεφείς, θα το δουν σαν τη φωνή της ψυχής που βρίσκει τρόπο να ακουστεί, έστω και μέσα από σφίξιμο ή ανατριχίλα. Ως βαθιά διαισθητικό άτομο πάντα θα κλίνω προς τη δεύτερη άποψη για να είμαι ειλικρινής μαζί σας…
Όμως υπάρχει και η επιστημονική άποψη πίσω από το «ένστικτο». Η ψυχολογία για παράδειγμα μιλάει για το gut feeling ως αποτέλεσμα επεξεργασίας χιλιάδων μικρών πληροφοριών που ο συνειδητός νους δεν προλαβαίνει να καταγράψει. Οι αισθήσεις μας, το βλέμμα, ο τόνος μιας φωνής, η ενέργεια ενός χώρου, όλα καταγράφονται σε κλάσματα δευτερολέπτου. Κι εκεί που το μυαλό μέσω της λογικής λέει« δεν έχω αρκετά δεδομένα», το σώμα απαντάει« εγώ έχω ήδη αποφασίσει».
Σκεφτείτε το πώς είναι σαν να κουβαλάμε έναν εσωτερικό αλγόριθμο, που δουλεύει στο παρασκήνιο. Όμως, σε αντίθεση με την τεχνητή νοημοσύνη, το gut feeling έχει κάτι παραπάνω : συναίσθημα. Αυτό που μας ξεχωρίζει δεν είναι μόνο η ταχύτητα αντίδρασης, αλλά η εν συναίσθηση που ακουμπά το αόρατο.
Όμως θα ήθελα να σας μιλήσω για την πνευματική διάσταση του« ενστίκτου», γιατί εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο μαγικά. Πολλές πνευματικές παραδόσεις μιλούν για το ένστικτο ως το κανάλι επικοινωνίας με το Ανώτερο Εγώ ή με την ίδια τη Συμπαντική Σοφία. Κάθε φορά δηλαδή που νιώθεις το στομάχι σου να σε προειδοποιεί ή να σε σπρώχνει, δεν είναι απλώς νευροδιαβιβαστές που παίζουν. Είναι το σύμπαν που προσπαθεί να σου μιλήσει μέσα από την πιο ακατέργαστη μορφή επικοινωνίας : το σώμα.
Στην εσωτερικότητα, το gut feeling είναι θα το λέγαμε σαν πυξίδα που δείχνει προς τον δρόμο της αλήθειας σου. Όταν την ακούς, νιώθεις γαλήνη, ακόμα κι αν όλα γύρω σου μοιάζουν με χάος. Όταν την αγνοείς, σύντομα πληρώνεις το τίμημα : ανησυχία, αμφιβολία ή αλλιώς το αίσθημα πως «κάτι δεν πάει καλά».
Όμως υπάρχει μια μεγάλη παγίδα…Εάν αυτό που αισθάνεσαι είναι gut feeling ή φόβος. Είναι κοινό πρόβλημα να μπερδεύουμε εύκολα το ένστικτο με τον φόβο. Και εδώ θα ήθελα να κάνουμε μεταξύ μας έναν εύκολο διαχωρισμό. Ο φόβος να θυμάστε είναι η φωνή του παρελθόντος, που φωνάζει :« Πρόσεξε θα ξανά πονέσεις». Το gut feeling, αντίθετα, δεν κουβαλά μέσα του φόβο σε καμία μορφή. Έχει αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως ψιθυριστή σιγουριά. Δε σε σταματάει από κάτι επειδή φοβάται, αλλά επειδή κατά βάθος ξέρει.
Η διάκριση είναι λεπτή αλλά ζωτική : ο φόβος συρρικνώνει, το ένστικτο καθοδηγεί. Ο φόβος μιλά δυνατά, το gut feeling μιλά χαμηλόφωνα. Και συνήθως, ό,τι χρειάζεται να κάνεις, είναι να βυθιστείς για λίγο στη σιωπή και να ακούσεις.
Ξέρετε υπάρχει ένα θα λέγαμε ψυχολογικό κλειδί. Η ψυχολογία προτείνει κάτι πρακτικό : το gut feeling δυναμώνει όσο περισσότερο γνωρίζεις τον εαυτό σου ουσιαστικά. Όταν θεραπεύεις τα τραύματα σου, όταν αποδέχεσαι τα κομμάτια σου, όταν δεν προσποιείσαι πια, τότε το ένστικτό σου γίνεται πιο καθαρό. Γιατί δεν μπερδεύεται με τις φωνές των άλλων ή με τα ενοχικά κατάλοιπα.
Με άλλα λόγια, το gut feeling δεν είναι μια μαγική ικανότητα που έχουν μόνο λίγοι. Είναι μια δεξιότητα η οποία καλλιεργείται. Είναι η φωνή που μαθαίνεις να ξεχωρίζεις όταν παύεις να θορυβείς εσύ ο ίδιος μέσα σου.
Προσωπικά πιστεύω πως τελικά το gut feeling είναι ο τρόπος που η ψυχή στέλνει email στον εγκέφαλο. Μια ειδοποίηση χωρίς λέξεις, που γράφεται κατευθείαν στο σώμα. Μια εσωτερική φωνή που λέει :« Εμπιστεύσου με, ξέρω τον δρόμο».
Κι αν είναι όντως έτσι, τότε κάθε φορά που το αγνοείς, δεν προδίδεις απλά μια βιολογική λειτουργία. Προδίδεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
Το gut feeling λοιπόν είναι η υπενθύμιση ότι δε χρειάζεσαι πάντα χάρτες και GPS για να βρεις τον δρόμο σου. Αρκεί να δείξεις εμπιστοσύνη σε αυτό το αόρατο χέρι που σε τραβάει προς τη σωστή κατεύθυνση. Και, κακά τα ψέματα, αν δε μάθεις να το ακούς, θα βρεθείς να περπατάς κύκλους. Γιατί τελικά, η αλήθεια δε βρίσκεται μόνο στο μυαλό, βρίσκεται σε εκείνο το μικρό, ακατέργαστο «κάτι μέσα μου» που ποτέ δεν κάνει λάθος.
Και να θυμάστε πάντοτε το εξής : Το ένστικτό σας είναι ο ιερός σας οδηγός- ο εσωτερικός σας δάσκαλος που πάντα επιθυμεί να σας μιλήσει. Ακούστε τον.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
