Γράφω για να δώσω φωνή σε όλες εκείνες και εκείνους που μαθαίνουν να αγαπούν από απόσταση. Για να πω δυνατά όσα συχνά μένουν σιωπηλά: την ανυπομονησία της αναμονής, την αγωνία, τη μοναξιά, τον θυμό, αλλά και την αφοσίωση που δε σβήνει ποτέ. Αν η αγάπη είναι ταξίδι, τότε εγώ ζω μόνιμα στο ενδιάμεσο: ανάμεσα σε λιμάνια και σε προσμονές.
Παντρεμένη με έναν άνθρωπο της θάλασσας, μετράω τη ζωή σε απόπλους και καταπλόους. Ο χρόνος μου δεν κυλάει με μήνες και εποχές· χωρίζεται σε εξάμηνα παρουσίας και απουσίας. Έξι μήνες μαζί, έξι μήνες χώρια. Έξι μήνες γεμάτο σπίτι, έξι μήνες σιωπή που βαραίνει τους τοίχους. Κι όμως, ακόμα κι όταν λείπει, είναι πάντα εδώ· στις κουβέντες μου, στα όνειρά μου, στις μικρές καθημερινές νίκες και ήττες μου.
Κάθε αναχώρηση μοιάζει ίδια, κι όμως ποτέ δεν είναι. Το αποχαιρετιστήριο φιλί που πρέπει να κρατήσει μήνες, το βλέμμα που κουβαλάει όσα δεν ειπώθηκαν, το μεγάλο κενό που ανοίγει. Κι εγώ μένω πίσω. Να συνεχίσω μια καθημερινότητα που δε ρωτάει αν είμαι μισή, αλλά απαιτεί να είμαι εκεί.
Οι πρώτες μέρες είναι πάντα οι πιο βαριές. Το κρεβάτι φαίνεται τεράστιο, το τραπέζι άδειο, η σιωπή πιο δυνατή κι από το ραδιόφωνο. Μα ύστερα βρίσκεις ρυθμό. Γεμίζεις μέρες με δουλειές, φίλους, υποχρεώσεις, για να αντέξεις τις νύχτες πιάνεσαι από τα μικρά: ένα μήνυμα, μια κλήση με χάλια σήμα, μια φωτογραφία που έρχεται από την άλλη άκρη του κόσμου, κείμενα εξομολογήσεων γεμάτα συναισθήματα.
Όμως δεν είναι μόνο η μοναξιά. Είναι και οι φόβοι. Η θάλασσα δε χαρίζεται. Πίσω από κάθε «καλά είμαι» κρύβονται κακοκαιρίες, βάρδιες, ατελείωτη κούραση, κίνδυνοι. Μαθαίνεις να μη βουλιάζεις στα «κι αν». Γιατί αν τους αφήσεις χώρο, θα σε καταπιούν. Κι έτσι μένεις αγκιστρωμένη στην ελπίδα, μετράς αντίστροφα, φτιάχνεις στο μυαλό σου την εικόνα της μέρας που θα τον δεις ξανά.
Και μετά έχουμε και το θυμό. Θυμώνω με τις γιορτές που περνάω μόνη, με τα γενέθλια που σβήνω μόνη, με τις μέρες που χρειάζομαι στήριγμα κι εκείνος είναι μίλια μακριά. Θυμώνω με τη θάλασσα που μου τον παίρνει, με την απόσταση που μπαίνει ανάμεσά μας. Μα είναι περαστικός γιατί ξέρω πως αυτή είναι η ζωή που διαλέξαμε. Κι εκείνος, κάθε φορά που φεύγει, αφήνει πίσω του την καρδιά του, το μυαλό του.
Μπορεί να λείπει, όμως είναι πάντα εδώ. Στις αποφάσεις που παίρνω, στις στιγμές που χρειάζομαι δύναμη, στις κουβέντες που στήνω μαζί του πριν κοιμηθώ. Κι έτσι με στηρίζει, ακόμα κι από μακριά. Νιώθω τη φωνή του σαν πυξίδα, τις συμβουλές του να με οδηγούν, την αγάπη του να απλώνεται πάνω μου σαν δίχτυ ασφαλείας. Κι όσο κι αν οι αποστάσεις μετριούνται σε μίλια, η δική του παρουσία είναι το πιο σταθερό σημείο στη ζωή μου.
Κι έπειτα έρχεται η επιστροφή. Η επιστροφή δε μετριέται με βήματα στο καράβι, αλλά με εκείνη την αγκαλιά στην πόρτα του σπιτιού. Την αγκαλιά που ξεπλένει τη μοναξιά, που λυγίζει τη σιωπή. Εκεί, ανάμεσα σε δάκρυα και φιλιά, ξαναβρίσκουμε ο ένας τον άλλον από την αρχή. Εκείνο το βλέμμα που χωράει μέσα του όλη την αναμονή. Τότε θυμάμαι γιατί αντέχω. Γιατί κάθε φορά που γυρίζει, είναι σαν να τον συναντώ για πρώτη φορά.
Η δική μας αγάπη δε μετριέται όπως των άλλων. Δε μετράμε μήνες χωρισμού· μετράμε λεπτά επανένωσης. Δε μετράμε απουσίες· μετράμε επιστροφές. Ζούμε σε μια μόνιμη εκκρεμότητα, κι όμως η αγάπη μας αντέχει. Σαν σχοινί δεμένο γερά, που δε σπάει όσα κύματα κι αν περάσουν.
Η θάλασσα μου τον παίρνει έξι μήνες τον χρόνο. Μα έξι μήνες τον χρόνο μου τον φέρνει πίσω πιο δικό μου από ποτέ. Και τότε καταλαβαίνω πως δε χάνω. Κερδίζω. Κάθε φορά.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
