Πόσες φορές έχεις ακούσει (ή και πει) τη φράση: «οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες»; Ή «είναι στις ορμόνες της»; Ή ακόμα χειρότερα: «τα σκέφτεσαι πολύ, γι’ αυτό παθαίνεις κατάθλιψη». Ε λοιπόν, όχι. Δεν είναι το στρες. Δεν είναι η περίοδος. Και δεν είναι καθόλου ότι οι γυναίκες είμαστε “το αδύναμο φύλο”. Σύμφωνα με νέα μεγάλη έρευνα, αυτό που κάνει τις γυναίκες πιο επιρρεπείς στην κατάθλιψη είναι κάτι πολύ πιο βαθύ: είναι στο DNA μας.
Μια φρέσκια μελέτη του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2024 στο Nature Communications, ανέλυσε τα γονιδιώματα σχεδόν 200.000 ατόμων με διαγνωσμένη κατάθλιψη. Και τι έδειξε; Ότι οι γυναίκες έχουν σχεδόν διπλάσιους γενετικούς δείκτες που σχετίζονται με την κατάθλιψη απ’ ό,τι οι άντρες. Μιλάμε για περίπου 13.000 γονιδιακές παραλλαγές που μπορεί να ευνοούν την εκδήλωση της νόσου, σε σχέση με 7.000 στους άνδρες.
Όχι, δεν είναι αριθμοί για εντυπωσιασμό. Είναι επιβεβαίωση πως η “ευαισθησία” είναι μηχανισμός. Και κυρίως: είναι υπαρκτός, φυσικός, βιολογικός. Για χρόνια η κατάθλιψη στις γυναίκες παρουσιάζεται στερεοτυπικά και σεξιστικά σαν κάτι που οφείλεται στην ανασφάλεια, την πολυπλοκότητα του γυναικείου μυαλού. Δεν είναι ψέματα όλα αυτά — αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι από τη φύση μας, υπάρχουν γονίδια που καθιστούν το σώμα μας και τον εγκέφαλό μας πιο δεκτικά στο να μπλοκάρουν, να πέφτουν, να μην παράγουν αρκετή σεροτονίνη. Και το ότι αυτό αφορά στις γυναίκες πιο έντονα, δεν είναι τύχη— είναι καταγραφή.
Το εντυπωσιακό; Πολλοί από αυτούς τους δείκτες έχουν να κάνουν και με τον μεταβολισμό. Με το πώς λειτουργεί το σώμα σου συνολικά. Πώς κοιμάσαι. Πώς επεξεργάζεσαι το φαγητό. Πώς σηκώνεσαι από το κρεβάτι. Ίσως τελικά η κατάθλιψη να μην είναι μόνο θέμα ψυχής, αλλά και θέμα ενέργειας.
Και για να είμαστε δίκαιοι — όχι, δεν είναι ότι οι άντρες τη γλιτώνουν. Η έρευνα βρήκε και σ’ αυτούς γενετικούς δείκτες που σχετίζονται με την κατάθλιψη. Απλώς είναι λιγότεροι, πιο “μαζεμένοι” και σε διαφορετικά σημεία. Ένας από αυτούς μάλιστα εντοπίστηκε στο χρωμόσωμα Χ— κάτι καινούργιο, που μπορεί να είναι ειδικά ανδρικό.
Όλα αυτά δεν είναι θεωρίες για επιστήμονες σε λευκές ποδιές. Είναι πράγματα που μας αφορούν. Γιατί όταν σου λένε ότι “έχεις περισσότερους γενετικούς δείκτες κατάθλιψης”, σημαίνει ότι το σώμα σου έχει άλλη ευαισθησία — και ίσως χρειάζεται διαφορετική φροντίδα. Δε γίνεται, λοιπόν, να μιλάμε για την ψυχική υγεία όλων με τον ίδιο τρόπο. Αν το σώμα μιας γυναίκας “διαβάζει” αλλιώς τη θλίψη, τότε και η θεραπεία πρέπει να μιλάει άλλη γλώσσα. Όλα αυτά, φυσικά, δε σημαίνουν ότι φταίει μόνο το DNA. Η πίεση, η κοινωνία, το πώς σε μεγαλώνουν, το τι κουβαλάς— όλα είναι μέσα στην εξίσωση. Αλλά πλέον ξέρουμε ότι κάποια πράγματα δεν τα φανταζόμαστε. Είναι εκεί, από τη μέρα που γεννηθήκαμε.
Η επιστημονική κοινότητα ελπίζει ότι τέτοια ευρήματα θα φέρουν πιο στοχευμένες, φύλου-ειδικές θεραπείες. Όχι “ένα χάπι για όλους”, αλλά προσεγγίσεις που καταλαβαίνουν τη βιολογία πίσω από την ψυχολογία. Γιατί δεν είναι το ίδιο μια κρίση κατάθλιψης σε έναν άντρα και σε μια γυναίκα. Δεν είναι το ίδιο “πώς σε πιάνει” και δεν είναι το ίδιο “πώς περνάει”. Γιατί παλεύεις καθημερινά με έναν αόρατο αντίπαλο που υπάρχει μέσα σου. Όχι επειδή το διάλεξες— αλλά επειδή κάπως έτσι γεννήθηκες.
Και όμως, τα καταφέρνεις. Μιλάς, συνεχίζεις, σηκώνεσαι, δημιουργείς, φροντίζεις, προχωράς.
